Πολλοί Έλληνες εγκαταλείπουν την πατρίδα τους,για ένα καλύτερο αύριο.
Για ένα καλύτερο μέλλον αφού πια η χώρα μας,αδυνατεί πια να θρέψει τα παιδιά της.
Μετανάστευση: αποτέλεσμα των χειρισμών των τελευταίων κυβερνήσεων καταδικάζοντας το μέλλον μας,το μέλλον των παιδιών μας.
Φεύγουν με το αεροπλάνο ως μια σύγχρονη κιβωτό,από τον κατακλυσμό που διαρκεί,αφανίζοντας τα όνειρα,διαγράφοντας την Ιστορία,σβήνοντας το αύριο.
Με την καρδιά σφιγμένη,με δισταγμό τελικά παίρνουν τη μεγάλη απόφαση.
Απόφαση που λύνει τα προβλήματα του καθενός,σαν βάρκα που απομακρύνεται από ένα πλοίο που βουλιάζει.
Κοιτάζουν πίσω και βλέπουν τα χώματα που μεγάλωσαν,τις γειτονιές που παίζανε,τους δικούς τους ανθρώπους κι αναρωτιούνται:
Θα ξαναγυρίσουν;θα τους ξαναδούν;
Με μια κρυφή ελπίδα ότι σύντομα θα ξανάρθουν,δίνοντας έτσι μια υπόσχεση στη μητέρα πατρίδα.
Με τη σκέψη της προσωρινής φυγής,μέχρι να κοπάσει η μπόρα.
Κάπου βαθιά στο μυαλό τους φοβούνται…κι αν δεν γυρίσουν;αν δεν φτιάξουν τα πράγματα;αν δεν ξαναδούν τα δικά τους άτομα;
Όπως τότε…που η φτώχεια θέριζε την μεταπολεμική Ελλάδα,τότε που το ταξίδι διαρκούσε μήνες και υπομονετικά περίμεναν να δουν τη χώρα της σωτηρίας.
Τότε που η καρδιά τους ράγιζε τη στιγμή του αποχωρισμού,αφήνοντας πίσω το δακρυσμένο βλέμμα της μάνας,τα θλιμμένα μάτια των αδερφών,την αγανάκτιση της συζύγου που έμενε πίσω,αναγκασμένη να συνεχίσει μόνη με τα παιδιά και μια άψυχη επιταγή από τον ξενιτεμένο,παντρεμένη μ’ ένα φάντασμα.
Κι εκείνοι που έμεναν,δαγκώνοντας τα χείλη για να μη μη βγεί η κραυγή,χτυπώντας με οργή τη σφιγμένη γροθιά τους στο σιδερένιο κάβο του λιμανιού.
Οργή που δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα παιδιά τους στη χώρα τους,δίπλα τους,πλάι τους,μαζί στις χαρές και στις λύπες.
Μόνη τους παρηγοριά,η καλύτερη ζωή..» φεύγει,αλλά…θα ζήσει»…έλεγαν κι ο λυγμός πνίγονταν από ένα χαμόγελο βγαλμένο με μεγάλη δυσκολία,φανερά ψεύτικο,που έπαιρνε μαζί του ο άνθρωπός τους ως δισάκι για το δρόμο της ξενιτιάς… ,η τελευταία ανάμνηση…
Κι η μάνα εκεί…να βλέπει το σπλάχνο της,να απομακρύνεται,χωρίς να μπορεί να κρατηθεί πια…λυγίζει…ξεσπά σε λυγμούς…δεν έχει νόημα να κρατηθεί πια…έφυγε αλλά θα ζήσει,σ’ αυτό ελπίζει…
Κι αργότερα,με τι λαχτάρα άνοιγε το γράμμα με χέρια τρεμάμενα,το πήγαινε σε κάποιον που ήξερε να διαβάζει…και κρεμόταν από τα χείλη του,καθώς κάθε λέξη ηχούσε σαν μελωδία στ ‘ αυτιά της,δίνοντας Νόμπελ ,σ αυτά τα λόγια,αναμεταδίδοντας τα ευχάριστα σ’ όλο το χωριό…με καμάρι αφηγούνταν το γράμμα του παιδιού της…προσπαθώντας να καλύψει τη δυστυχία της από το σαράκι του ζωντανού χωρισμού,καρτερώντας υπομονετικά το γυρισμό του με μια ευχή…να μην έχει κλείσει τα μάτια της,όταν θα γυρίσει.
Κι έτσι ο χρόνος κυλά όταν κρατώντας πια τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες,από το γάμο του,από τα εγγόνια που δεν μπορεί να σφίξει στην αγκαλιά της
Πόσο καμαρώνει!!!κι όταν βλέπει την ζήλεια των άλλων της παιδιών τα καθησυχάζει λέγοντάς τους ότι το αγαπάει πολύ ώσπου να γυρίσει…
Και ο νέος που πια έχει γίνει μεσήλικας,φτιάχνοντας τη δική του οικογένεια,έχει αποκτήσει το δικό του σπίτι,δουλεύοντας σαν σκλάβος,ώρες ατέλειωτες,ποτίζοντας με ιδρώτα τα χώματα της ξενιτιάς,σεβόμενος τους νόμους της νέας πατρίδας του,αλλά κρατώντας ζωντανή την ελληνική παράδοση.
Κι όταν πια τα μαλλιά του έχουν ασπρίσει κοιτάζει πίσω του στη ξένη γη ,βλέποντας τη μικρή αυτοκρατορία του ,τα παιδιά του ευτυχισμένα και τα γερά θεμέλια του κόπου του,ποτισμένα με τα δάκρυα του χωρισμού,της νοσταλγίας και της αγανάκτισης τις ώρες που είχε ανάγκη τους δικούς του δίπλα του δεν τους είχε…για το θάνατο των γονιών του που ήταν αδύνατο να πάει,μαθαίνοντάς το από ένα άψυχο γράμμα…αναθεματίζοντας την ώρα που έφυγε.
Πόση δύναμη ήθελε η ξενιτιά,με μια ζωή χωρις τον έντονο συναισθηματισμό των Ελλήνων…
Και μια μέρα πραγματοποιεί το ταξίδι της επιστροφής,με τόση λαχτάρα!!!
Περπατά ξανά τους δρόμους που καλύφθηκαν με τσιμέντο,ψάχνει τις αλάνες που χτίστηκαν σπίτια και τους παιδικούς του φίλους στην αγκαλιά πια της μάνας γης.
Πόσα δεν έζησε σ’ αυτό τον τόπο…αναρωτιέται αν έμενε…»όχι καλύτερα που έφυγα,έχω περιουσία….» μονολογούσε στην προσπάθεία του ν’ αναπληρώσει τα χαμένα χρόνια,τις στιγμές που δεν έζησε στα μέρη του.
Σήμερα,οι ξενιτεμένοι μπορούν να ξαναβρεθούν στην πατρίδα το αργότερο σε δυο μέρες.
Σήμερα η ξενιτεμένοι,βρίσκονται εικονικά μαζί με την οικογένειά τους μέσω Skype και Facebook.
Παρ’ όλα αυτά,η ξένη γη,τα ξένα χώματα,δεν αντικαθιστούν τις γειτονιές που μεγάλωσαν,το στοργικό βλέμμα της μάνας ,μετατρέποντας σε λαχτάρα την ώρα του γυρισμού.
Στα ξένα χώματα γράφουν το μέλλον τους,στα πάτρια εδάφη όμως,έθαψαν τις αναμνήσεις…που για πάντα θα κουβαλούν στη καλύτερη θέση της καρδιάς τους…περιμένοντας την ώρα που θα ξαναπατήσουν στην ελληνική γη.
Γι αυτούς που φεύγουν…Γ.Πουλόπουλος.