Monthly Archives: Δεκέμβριος 2012
Ζωγραφίζοντας πρόσωπα…
Νυχτερινός ουρανός…
Σκοτείνιασε κι η παγωνιά
του κόσμου πάλι βγαίνει
κάθε που ξυπνάει η νυχτιά
κι ο ήλιος πια σωπαίνει.
Κι έτσι ελεύθερος ο νους,
ψάχνει ελπίδα φρούδα,
γυρεύει δρόμους πιο αγνούς,
στου φεγγαριού τη ρούγα.
Κοίτα τον έναστρο ουρανό
δες …ένα αστέρι πέφτει
σε ‘ κείνο κάνε μια ευχή
του κόσμου τον καθρέφτη.
Και τ’ ουρανού την φορεσιά
κεντάν’ στολίδια άσπρα
Ανατολή…
Κοιτάζοντας τον ουρανό…
τ’ ουρανού το απέραντο
σμήνος από πουλιά
που φεύγουν σιωπηλά.
Ζηλεύω …αυτό τους το πέταγμα,
σαν απόδραση ή ξεγνοιασιάς …απόσταγμα
όπως και τ’ αεροπλάνα
φτιάχνοντας όμορφα πλάνα
στ’ ουρανού την αγκαλιά!
Θαρρώ πως κάτι γνέφουν,
κάτι θέλουν να πουν
όπως η γη γυρίζει
κι αυτά θα ξαναρθούν.
Το πέρασμά τους ίδιο,ίδια η διαδρομή,
έτσι είναι και για κάποιους
το διάβα από τη ζωή…
ίδιες κινήσεις κι επαναλήψεις
όπως κι ο ήλιος στο τέλος θα δύσει
μα ανατέλλει ξανά από την αρχή,
πράγματα απλά που ομορφαίνουν τη ζωή!!!
Εύκολα κρουασάν.
Όλοι λατρεύουν τα κρουασάν και ειδικά τα παιδιά.
Βρήκα εύκολη συνταγή είναι εδώ.
Πιο υγιεινά με ελαιόλαδο και φρέσκα,αλλά και πιο οικονομικά ,βγάζει 16 μέτρια κρουασάν.
Υλικά
1/2 φλυτζάνι λάδι
500 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις( ίσως χρειαστεί και λίγο παραπάνω).
1-3 κουτ. γλυκού ζάχαρη
4 κοφτά κουτ.γλυκού baking powder
1 φακελάκι μαγιά ξηρή
1 αυγό
1 ποτήρι γάλα
1/2 κουτ.γλυκού αλάτι ψιλό
70 γρ.τρούφα υγείας ή γάλακτος.
Πώς το κάνουμε.
Ζεσταίνουμε μισό φλυτζάνι γάλα και ρίχνουμε 1 κουτ.γλυκού ζάχαρη , τη μαγιά και λίγο αλεύρι να γίνει χυλός πηχτός.
Αφήνουμε να φουσκώσει και τη ρίχνουμε σ’ ένα μπωλ μαζί με τα υπόλοιπα υλικά.
Θα γίνει μια ζύμη εύπλαστη( να μην κολλάει στα χέρια).
Αφήνουμε να φουσκώσει περίπου μία ώρα.
Χωρίζουμε τη ζύμη στη μέση κι ανοίγουμε χοντρό φύλλο στρογγυλό.
Με μαχαίρι χωρίζουμε το φύλλο σε 8 κομμάτια.
Ανοίγουμε λίγο το κάθε τρίγωνο στο πλατύ μέρος και προσθέτουμε 1 κουτ.γλυκού τρούφα.
Συνεχίζουμε με τα υπόλοιπα κι επαναλαμβάνουμε με την υπόλοιπη ζύμη.
Γυρνάμε και πατάμε τις άκρες έτσι ώστε να κλείσει η γέμιση.
Τυλίγουμε όπως το ρολό και τοποθετούμε σ’ ελαφρά λαδωμένο ταψί,με την άκρη προς τα κάτω.
Γυρνάμε τις άκρες προς το κέντρο,ψήνουμε στους 180 βαθμούς τελευταία σχάρα για μισή ώρα.
Έτοιμα!!!
Εξαφανίζονται στη στιγμή!!!
Λίγα ακόμα:
Ελαιόλαδο βάζουμε καλής ποιότητας,αλλιώς βούτυρο.
Με κουβερτούρα και ελαιόλαδο είναι πιο υγιεινά .
Για ακόμα πιο γρήγορα χρησιμοποιείστε έτοιμη σφολιάτα.
Αντί για τρούφα βάλτε σοκολάτα γάλακτος ή κουβερτούρα σε κομμάτια (και με τα δύο δε βγαίνει η γέμιση).
Αν βάλετε μερέντα θέλει καλά κλείσιμο.
Για αποτέλεσμα σαν τα έτοιμα η ζύμη μπαίνει στο ψυγείο και άνοιγμα 2-3 φορές ξανά ψυγείο κι έπειτα την ίδια διαδικασία.
Τα Χριστούγεννα άλλοτε και τώρα.
Παραμονές Χριστουγέννων και στο Ξηρόμερο παλιά όλοι ήταν στο πόδι.
Οι άντρες αναλάμβαναν το σφάξιμο των γουρουνιών.Κάθε σπίτι είχε κι ένα θρεφτάρι.
Όλο το χωριό σείονταν από τις φωνές των γουρουνιών …με βαριοπούλα ή τουφέκι για να το ρίξουν κάτω,μια βάρβαρη μέθοδος,φανταστείτε πως φάνταζε στα μάτια των μικρών παιδιών που ήταν πολλές φορές θεατές.
Καθαρά ανδρική δουλειά γιατί απαιτούσε δυνατά χέρια.Κι έπειτα το γδάρσιμο,το ξεχώρισμα του κρέατος για διατήρηση στο ξίγκι,μέχρι του χρόνου.
Τότε το κρέας δεν αποτελούσε καθημερινή διατροφή.
Κι οι νοικοκυρές,ως άλλοι μαραθωνοδρόμοι να προλάβουν τις δουλειές του σπιτιού: το σχολαστικό καθάρισμα,ν’ ασπρίσουν τις μάντρες ,το ζύμωμα του ψωμιού- σταυρό για την παραμονή και Χριστόψωμο για ανήμερα στολισμένο με καρύδια και κεντήδια…και τέλος τις τσιγαρίδες…ώρες ατέλειωτες ν’ ανακατεύουν….κι ακόμα το σπληνάντερο και τα χωριάτικα λουκάνικα.
Όλο το χωριό κάπνιζε από τις υπαίθριες φωτιές για τα μεγάλα γανωμένα καζάνια.
Κι ο αέρας γέμιζε με καπνό από τα ξύλα,ενώ μπερδεύονταν με τις παιδικές φωνές που έψαλλαν τα κάλαντα κι έπαιρναν αμύγδαλα,γλυκά κι αργότερα χρήματα.
Πόσο όμορφα ήταν τότε!
Μ’ αυτά τα λεφτά δεν αγοράζαμε περιττά πράγματα.
Και μετά από όλη αυτή την κούραση,όλοι πήγαιναν στην εκκλησιά,με ευλάβεια παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία….
Σήμερα σπάνια θ’ ακούσεις γουρούνι να ουρλιάζει.
Τα κάλαντα απαιτούν χρήματα που καταλήγουν συνήθως σε καταστήματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών.
Το σπληνάντερο όπως και το κοντοσούβλι αγοράζεται από τα χασάπικα.
Στην εκκλησία λίγοι πάνε.
Και η ημέρα δε διαφέρει από τις άλλες πέρα από τις ευχές και τους λίγους επισκέπτες.
Πολλοί επιλέγουν να κάνουν τις γιορτές μακριά από το σπίτι.
Μερικοί νιώθουν τη μοναξιά να γίνεται δίχτυ που τους πνίγει,ανάμεσα σε πλήθος κόσμου.
Η μελαγχολία των γιορτών…
Πότε ήταν καλύτερα στις γιορτές τότε ή τώρα;
Χριστούγεννα στο χωριό.
Εικόνες από τον τόπο μου.
Καλές γιορτές!!!
Σιγανές ψιχάλες
Σιγανές ψιχάλες ,σιγανή βροχή,
πέφτουνε οι στάλες μέσα στην ψυχή,
Κι εσύ ουρανέ μου,πόση συννεφιά,
βάζεις την καρδιά μου,
ψεύτικα όλα πια.
Κι όπως συννεφιάζει μια κρυφή πληγή,
την ώρα που χαράζει,πάλι αιμορραγεί,
ειν΄αυτή του κόσμου η κρύα του ματιά
γεμάτη υποκρισία,μίσος και ψευτιά.
Ουρανέ μου, βρέξε μόνο ανθρωπιά,
κι ήλιε μου σβήσε τα δάκρυα με χαρά!!!
Και στου φεγγαριού τον κήπο
κρύψε ουρανέ μου,της αγνής φιλίας πια το μύθο….
Εικόνες με λόγια
Γι αυτούς που φεύγουν…
Πολλοί Έλληνες εγκαταλείπουν την πατρίδα τους,για ένα καλύτερο αύριο.
Για ένα καλύτερο μέλλον αφού πια η χώρα μας,αδυνατεί πια να θρέψει τα παιδιά της.
Μετανάστευση: αποτέλεσμα των χειρισμών των τελευταίων κυβερνήσεων καταδικάζοντας το μέλλον μας,το μέλλον των παιδιών μας.
Φεύγουν με το αεροπλάνο ως μια σύγχρονη κιβωτό,από τον κατακλυσμό που διαρκεί,αφανίζοντας τα όνειρα,διαγράφοντας την Ιστορία,σβήνοντας το αύριο.
Με την καρδιά σφιγμένη,με δισταγμό τελικά παίρνουν τη μεγάλη απόφαση.
Απόφαση που λύνει τα προβλήματα του καθενός,σαν βάρκα που απομακρύνεται από ένα πλοίο που βουλιάζει.
Κοιτάζουν πίσω και βλέπουν τα χώματα που μεγάλωσαν,τις γειτονιές που παίζανε,τους δικούς τους ανθρώπους κι αναρωτιούνται:
Θα ξαναγυρίσουν;θα τους ξαναδούν;
Με μια κρυφή ελπίδα ότι σύντομα θα ξανάρθουν,δίνοντας έτσι μια υπόσχεση στη μητέρα πατρίδα.
Με τη σκέψη της προσωρινής φυγής,μέχρι να κοπάσει η μπόρα.
Κάπου βαθιά στο μυαλό τους φοβούνται…κι αν δεν γυρίσουν;αν δεν φτιάξουν τα πράγματα;αν δεν ξαναδούν τα δικά τους άτομα;
Όπως τότε…που η φτώχεια θέριζε την μεταπολεμική Ελλάδα,τότε που το ταξίδι διαρκούσε μήνες και υπομονετικά περίμεναν να δουν τη χώρα της σωτηρίας.
Τότε που η καρδιά τους ράγιζε τη στιγμή του αποχωρισμού,αφήνοντας πίσω το δακρυσμένο βλέμμα της μάνας,τα θλιμμένα μάτια των αδερφών,την αγανάκτιση της συζύγου που έμενε πίσω,αναγκασμένη να συνεχίσει μόνη με τα παιδιά και μια άψυχη επιταγή από τον ξενιτεμένο,παντρεμένη μ’ ένα φάντασμα.
Κι εκείνοι που έμεναν,δαγκώνοντας τα χείλη για να μη μη βγεί η κραυγή,χτυπώντας με οργή τη σφιγμένη γροθιά τους στο σιδερένιο κάβο του λιμανιού.
Οργή που δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα παιδιά τους στη χώρα τους,δίπλα τους,πλάι τους,μαζί στις χαρές και στις λύπες.
Μόνη τους παρηγοριά,η καλύτερη ζωή..» φεύγει,αλλά…θα ζήσει»…έλεγαν κι ο λυγμός πνίγονταν από ένα χαμόγελο βγαλμένο με μεγάλη δυσκολία,φανερά ψεύτικο,που έπαιρνε μαζί του ο άνθρωπός τους ως δισάκι για το δρόμο της ξενιτιάς… ,η τελευταία ανάμνηση…
Κι η μάνα εκεί…να βλέπει το σπλάχνο της,να απομακρύνεται,χωρίς να μπορεί να κρατηθεί πια…λυγίζει…ξεσπά σε λυγμούς…δεν έχει νόημα να κρατηθεί πια…έφυγε αλλά θα ζήσει,σ’ αυτό ελπίζει…
Κι αργότερα,με τι λαχτάρα άνοιγε το γράμμα με χέρια τρεμάμενα,το πήγαινε σε κάποιον που ήξερε να διαβάζει…και κρεμόταν από τα χείλη του,καθώς κάθε λέξη ηχούσε σαν μελωδία στ ‘ αυτιά της,δίνοντας Νόμπελ ,σ αυτά τα λόγια,αναμεταδίδοντας τα ευχάριστα σ’ όλο το χωριό…με καμάρι αφηγούνταν το γράμμα του παιδιού της…προσπαθώντας να καλύψει τη δυστυχία της από το σαράκι του ζωντανού χωρισμού,καρτερώντας υπομονετικά το γυρισμό του με μια ευχή…να μην έχει κλείσει τα μάτια της,όταν θα γυρίσει.
Κι έτσι ο χρόνος κυλά όταν κρατώντας πια τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες,από το γάμο του,από τα εγγόνια που δεν μπορεί να σφίξει στην αγκαλιά της
Πόσο καμαρώνει!!!κι όταν βλέπει την ζήλεια των άλλων της παιδιών τα καθησυχάζει λέγοντάς τους ότι το αγαπάει πολύ ώσπου να γυρίσει…
Και ο νέος που πια έχει γίνει μεσήλικας,φτιάχνοντας τη δική του οικογένεια,έχει αποκτήσει το δικό του σπίτι,δουλεύοντας σαν σκλάβος,ώρες ατέλειωτες,ποτίζοντας με ιδρώτα τα χώματα της ξενιτιάς,σεβόμενος τους νόμους της νέας πατρίδας του,αλλά κρατώντας ζωντανή την ελληνική παράδοση.
Κι όταν πια τα μαλλιά του έχουν ασπρίσει κοιτάζει πίσω του στη ξένη γη ,βλέποντας τη μικρή αυτοκρατορία του ,τα παιδιά του ευτυχισμένα και τα γερά θεμέλια του κόπου του,ποτισμένα με τα δάκρυα του χωρισμού,της νοσταλγίας και της αγανάκτισης τις ώρες που είχε ανάγκη τους δικούς του δίπλα του δεν τους είχε…για το θάνατο των γονιών του που ήταν αδύνατο να πάει,μαθαίνοντάς το από ένα άψυχο γράμμα…αναθεματίζοντας την ώρα που έφυγε.
Πόση δύναμη ήθελε η ξενιτιά,με μια ζωή χωρις τον έντονο συναισθηματισμό των Ελλήνων…
Και μια μέρα πραγματοποιεί το ταξίδι της επιστροφής,με τόση λαχτάρα!!!
Περπατά ξανά τους δρόμους που καλύφθηκαν με τσιμέντο,ψάχνει τις αλάνες που χτίστηκαν σπίτια και τους παιδικούς του φίλους στην αγκαλιά πια της μάνας γης.
Πόσα δεν έζησε σ’ αυτό τον τόπο…αναρωτιέται αν έμενε…»όχι καλύτερα που έφυγα,έχω περιουσία….» μονολογούσε στην προσπάθεία του ν’ αναπληρώσει τα χαμένα χρόνια,τις στιγμές που δεν έζησε στα μέρη του.
Σήμερα,οι ξενιτεμένοι μπορούν να ξαναβρεθούν στην πατρίδα το αργότερο σε δυο μέρες.
Σήμερα η ξενιτεμένοι,βρίσκονται εικονικά μαζί με την οικογένειά τους μέσω Skype και Facebook.
Παρ’ όλα αυτά,η ξένη γη,τα ξένα χώματα,δεν αντικαθιστούν τις γειτονιές που μεγάλωσαν,το στοργικό βλέμμα της μάνας ,μετατρέποντας σε λαχτάρα την ώρα του γυρισμού.
Στα ξένα χώματα γράφουν το μέλλον τους,στα πάτρια εδάφη όμως,έθαψαν τις αναμνήσεις…που για πάντα θα κουβαλούν στη καλύτερη θέση της καρδιάς τους…περιμένοντας την ώρα που θα ξαναπατήσουν στην ελληνική γη.
Γι αυτούς που φεύγουν…Γ.Πουλόπουλος.
Τα πρώτα χιόνια…
Η κακοκαιρία των τελευταίων ημερών ,πλαισιώνει το Ξηρόμερο,με δυνατούς ανέμους,χαλάζι και χιόνια στα ορεινά.
Τα Ακαρνανικά Όρη,στολίστηκαν με χιόνι ,συμπληρώνοντας τον χειμωνιάτικο καμβά.
Η θερμοκρασία έπεσε αισθητά ,το κρύο τσουχτερό,αλλά έχουμε θέα τα χιονισμένα βουνά.
Και τίθεται το ερώτημα: χιόνι είναι;ή χαλάζι;
Δίπλα στο τζάκι.
Χειμώνιασε…
Και στο Ξηρόμερο τα τζάκια καπνίζουν.
Την παγωνιά και τη μικρή μέρα του χειμώνα,κλείνει έξω η ζεστασιά του τζακιού.
Δίπλα στο τζάκι λοιπόν με καλή παρέα,αφήνοντας το χρόνο να κυλάει αργά.
Η μοναδική συντροφιά για τους ηλικιωμένους,χαρά για τα παιδιά,απαραίτητη για αυτούς που αναζητούν ρομαντική ατμόσφαιρα,
γι αυτούς που κατάκοποι γυρίζουν σπίτι μετά από αγροτικές εργασίες,απολαμβάνοντας στιγμές χαλάρωσης με καφέ η κρασί.
Κοιτάζοντας τις φλόγες,που ζεσταίνουν την ψυχή σου,αφήνοντας το μυαλό να ταξιδεύει.
Δίπλα στο τζάκι,αψηψώντας το διάβα του χειμώνα,ως την άνοιξη.
Αργά και υπομονετικά…
Σε λίγες μέρες κάθε σπίτι στολίζεται για τις γιορτές.
Όσο διαφορετικά κι αν είναι φέτος,το αναμμένο τζάκι σίγουρα,θα δώσει την πιο εορταστική νότα στο σπίτι.
Και το δωμάτιο που το πλαισιώνει μοιάζει σαν αίθουσα του θρόνου,
με την φωτιά ως βασίλισσα του χειμώνα…
Μουστοκούλουρα
Η συνταγή αυτή για μουστοκούλουρα δε χρειάζεται κορνέ.
Υλικά
1/2 κούπα ελαιόλαδο καλής ποιότητας
4 κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις.
1 1/2 κουτ.γλυκού σόδα
4 κουτ.γλυκού baking powder
1/3 κουτ.γλυκού αλάτι ψιλό
1 κούπα πετιμέζι
2 κουτ.σούπας χυμό πορτοκάλι
1 κουτ.σούπας χυμό λεμόνι
1/4 κουτ.γλυκού γαρύφαλλο
2 κουτ.γλυκού κανέλλα
1 κουτ.σούπας κακάο
1 κουτ. σούπας κονιάκ.
Εκτέλεση
Ρίχνουμε τα υγρά (και το πετιμέζι) στο μπλέντερ και τα χτυπάμε για 2-3 λεπτά.
Κοσκινίζουμε τα στερεά σε μια λεκάνη και ρίχνουμε τα υγρά.
Ανακατεύουμε μ’ ένα κουτάλι κι έπειτα ζυμώνουμε.
Λαδώνουμε ένα ταψί αλουμίνιο,παίρνουμε ζύμη όσο ένα καρύδι,πλάθουμε σε μπαστουνάκι και ενώνουμε τις άκρες.
Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 180 και ψήνουμε μόνο για 20 λεπτά,προσοχή αρπάζουν εύκολα.
Έτοιμα!!!
(Η βασική συνταγή είναι της Βέφας Αλεξιάδου.