Το στοιχειό- το τέλος της ιστορίας.

Η Δροσοσταλιά σήκωσε τα μάτια ψηλά κι είδε την Άρτια να χαμογελά ικανοποιημένη.
Είχε ακόμα το πουγγί κι η Πανσέληνος ήταν στη μέση τ’ ουρανού,βγήκε γρήγορα έξω και κοίταξε προς το βουνό.
Ίσως μπορούσε.
Η Άρτια παραξενεύτηκε.
– Μα τι κάνει;η κατάρα λύθηκε.
– «Διώξε το μίσος
Και δώσε αγάπη
Φως τη σελήνης
Σβήσε το δάκρυ
Σβήσε τον πόνο
Δώσε χαρά
Τους χωρισμένους σμίξε ξανά
για πάντα μαζί
Ποτέ πια μονάχοι
λύσε τα μάγια
Μοίρασε αγάπη».
Αυτά ήταν τα λόγια για τη δική της ευτυχία,μα αυτή την απέκτησε με τη δική της δύναμη  κι ήταν η μοναδική στιγμή που είχαν δύναμη για  να σβήσουν μόνο μία κατάρα.
Κοίταξε ξανά το φεγγάρι.
Ήταν ολόγιομο,λαμπερό και το πρόσωπο της Άρτιας δεν καθρεφτιζόταν πια σ’ αυτό.
Η Δροσοσταλιά έκανε το καθήκον της,με αγνή καρδιά είπε τα λόγια γεμάτη θέληση.Ίσως,ίσως να τα κατάφερνε.
Κι απέναντί της ο Ρωμανός.
Τώρα μπορούσε να ζήσει μαζί του ξανά από την αρχή.
Τον αγκάλιασε σφιχτά.Έμειναν για ώρα μαζί κάτω από το φως του φεγγαριού που φώτιζε την απέραντη αγάπη τους.
Πόσα όνειρα..πόσα σχέδια που τώρα πια  θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν.
Όλα σβήστηκαν ,όλα ξεχάστηκαν μια νέα αρχή,μα τα πρόσωπα που έλειπαν δε μπορούσαν να γυρίσουν πίσω,ο χρόνος όμως έσβησε τον πόνο αφήνοντας μόνο τις όμορφες αναμνήσεις.
Το ευτυχισμένο ζευγάρι πούλησε το παλιό αρχοντικό ενώ διάλεξαν το χωριό για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Την επομένη κατέβηκε κι η Άρτια συνοδευόμενη μ’ έναν νέο άντρα δίπλα της.
Ήταν εκείνος που ρίζωσε στο βουνό .
Η Δροσοσταλιά ποτέ δε ρώτησε γιατί,άλλωστε δεν είχε σημασία πια.
Η Δροσοσταλιά τον ελευθέρωσε από την κατάρα που τους χώριζε  με τα λόγια της Άρτιας που προορίζονταν για ‘ κείνη.
Σε λίγο καιρό το μικρό χωριό πανηγύριζε για τους
δι

image

πλούς γάμους,απλά ανάμεσα στη φύση,σ’ ένα ολάνθιστο λιβάδι και στέφανα πλεγμένα με άνθη γιασεμιού,ενώ τα πουλιά τραγουδούσαν τη μελωδία της ευτυχίας τους.
Μαζί με ‘κείνους γιόρταζε κι η φύση!!!
ΤΕΛΟΣ!!!!

image

image

Το στοιχειό-Η ώρα της λύτρωσης.

Αδύναμος,με φωνή που τώρα ακούγεται ο Λίβυος στέκεται δίπλα στη Δροσοσταλιά.
Η κατάλληλη ώρα.
Η Άρτια αναρωτιέται γιατί δε λέει τα λόγια,τώρα,τώρα πρέπει και ‘ κείνη δεν κάνει τίποτα.
Ξέχασε το σκοπό της;μετάνιωσε;δεν αναζητά τη σωτηρία από την κατάρα του στοιχειού;μα γιατί δεν ψελλίζει τα λόγια;Μόνο στέκεται δίπλα του κρατώντας το χέρι του Λίβυου,που έχει πια ανθρώπινη μορφή.
Για μια στιγμή κοιτάζει το ταβάνι,διακρίνοντας το πρόσωπο της Άρτιας στο δαχτυλίδι της Πανσέληνου,που την προτρέπει να πει τα λόγια.
Κρατώντας το χέρι του Λίβυου και κοιτώντας τον στα μάτια αρχίζει:
-Τον πόνο τούτης της ψυχής διώξε μακριά,
Άσε την να γαληνέψει
Στο κόσμο που του πρέπει
Σβήσε τα κρίματά του,σβήστα όλα
και προχώρα στην λύτρωση.

Μα τι λέει;δεν είναι αυτά τα λόγια που της υπέδειξε η  Άρτια.
Συνεχίζει πληγώνοντας ελαφρά το χέρι της.
– Αυτό το αίμα μου από τις φλέβες μου για τη σωτηρίας τούτης,της ψυχής,ας κυλήσει.
Λίβυε δέξου τη συγγνώμη μου κι άσε να γιάνουν οι πληγές σου.
Άσε τη ζεστασιά της αγάπης να λιώσει την κατάρα που σε φυλάκισε!!!
Μοίρα δείξε έλεος,τόσα αβάσταχτα χρόνια τυρρανιέται ανάμεσα σε δύο κόσμους,σβήσε με το αίμα μου τα κρίματά του!
Το στοιχειό αποδυναμωμένο,κρατώντας το χέρι της που χρωματίζει το δικό του λίγες  σταγόνες από το αίμα της,το καταραμένο αυτό αίμα που ήταν η αιτία της δυστυχίας του.
Η Άρτια ανησυχεί όπως και ο Ρωμανός που περιμένει απ’ έξω,χωρίς να το σκεφτεί ανοίγει γρήγορα την πόρτα,ξέρει ότι θα ‘ναι το τέλος του μα τι νόημα έχει αν δεν έχει δίπλα του τη Δροσοσταλιά.
Βλέπει τη Δροσοσταλιά δίπλα στον Λίβυο,με το ματωμένο χέρι της.
Μένει έκπληκτος,δεν είχε ξαναδεί τον Λίβυο που σιγά σιγά αρχίζει να γίνεται διάφανος ,μα δε μπορεί να κινηθεί τα πόδια του έχουν καρφωθεί στο ξύλινο χαλασμένο πάτωμα.
Ο Λίβυος γύρισε και τον κοίταξε ήρεμος.
-» Αιώνια μαζί και πάντα χωρισμένοι μα η αγάπη σας στο χρόνο δεν έσβησε,αντίθετα δυνάμωσε .
Σβήνω την κατάρα με μια ευχή,γύρνα το χρόνο πίσω και ζήσε απ’ την αρχή
αγάπη αιώνια κι αιώνια μαζί
Μαζί για πάντα,μόνο χαρά χωρίς δάκρυα,χωρίς βροχή.
Η Δροσοσταλιά μπορούσε να δει τον Ρωμανό,ήταν εκεί πλάι της,τον άκουγε ξανά.
Η δύναμη της συγχώρεσης έκανε το στοιχειό να σβήσει την κατάρα .
Κι η συγχώρεση της Δροσοσταλιάς ήταν αληθινή από τα βάθη της ψυχής της μόνο έτσι θα μπορούσε να γυρίσει πίσω ο Λίβυος.
Κι ένα φως από την μισογκρεμισμένη σκεπή πλησίαζε,ήταν μια  διάφανη γυναικεία μορφή με τα μαλλιά ριχτά στους ώμους κι ένα φόρεμα που κάλυπτε μέχρι κάτω  τα πόδια.
Άπλωσε το χέρι στο Λίβυο που κινήθηκε προς το μέρος της.
– Λίβυέ μου,τώρα είναι η ώρα,πρέπει να φύγουμε .
Κι εκείνος την  ακολούθησε με γαληνεμένη ψυχή που επιτέλους θα βρει ανάπαυση δίπλα στην αγαπημένη που δεν πρόλαβε  τότε να χορτάσει,που τον χώρισαν πριν την χαρεί,τώρα βρισκόταν δίπλα της για πάντα ως την αιωνιότητα.
Γύρισε ξανά το βλέμμα του προς την Δροσοσταλιά που η καρδιά της φτερούγιζε από χαρά για την σωτηρία του Λίβυου.
– Σ’ ευχαριστώ!!!Σ’ ευχαριστώ που με συγχώρεσες,σβήνω τον πόνο της ψυχής σου,σβήνω τα δάκρυα των ματιών σου γυρνώντας το χρόνο πίσω ως δώρο για τη γαλήνη μου.
Ζήστε μαζί για πάντα σ’ αυτή τη ζωή αλλά κι ως την αιωνιότητα,αυτή η αγάπη 

image

υπέφερε μάτωσε μα άντεξε,έγινε πιο δυνατή ….μαζί για πάντα!!!
Κι οι δυο φιγούρες απομακρύνονταν σιγά- σιγά ενώ τις έσβηνε  το φως του φεγγαριού.
Η συγχώρεση της Δροσοσταλιάς ήταν πολύ πιο δυνατή από τα λόγια της Άρτιας που θα έλυναν την κατάρα κι ο Λίβυος δεν θα μπορούσε να τους επηρεάζει μα δεν θα ησύχαζε η ψυχή του,θα συνέχιζε φυλακισμένος για πάντα.

image

image

By Ξηρομερίτισσα Posted in AΡΘΡΑ

Πανσέληνος η Δροσοσταλιά αντικρύζει το στοιχειό.

Περπατούσε για ώρες μέσα στη νύχτα ,δεν έπρεπε να φανερώσει το μονοπάτι της  Άρτιας.
Το επόμενο σούρουπο έφτασε έξω από το παλιό σπίτι.
Κι η Πανσέληνος σε λίγο θα ανέτειλε.
Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν,άρχισε ν’,αμφιβάλλει,πανικοβλήθηκε.Σε λίγο ζύγωνε η ώρα μα εκείνη δείλιαζε.
«Μπορείς!!! Θα τα καταφέρεις!!!»
ακούστηκε η φωνή του Ρωμανού από το πουθενά,είχε τη δύναμη ν’ ακουστεί.
Άρχισε να ηρεμεί,να πιστεύει στον εαυτό της,κοίταξε την Πανσέληνο κι είδε το πρόσωπο της Άρτιας,της έγνεφε με κατανόηση ενθαρρύνοντας την.
Με αποφασιστικό βήμα προχώρησε προς στο παλιό αρχοντικό,σφίγγοντας στην παλάμη της το μικρό πουγγί.
Άνοιξε την πόρτα και με γρήγορα βήματα βρέθηκε στο μεγάλο σαλόνι.
Το σκοτεινό αραχνιασμένο σκηνικό αφάνισε ανατριχιαστικά την μαγεία της βραδιάς, έξω από το σπίτι όπου το φεγγάρι λάμπει ανυποψίαστο στο βαθύ μπλε τ’ ουρανού καλύπτοντας τη λάμψη των άστρων,σαν κομπάρσοι στο έργο της φύσης ενώ το ερειπωμένο  σπίτι
τόσο κρύο που παγώνει ακόμα και το χρόνο!
Η Δροσοσταλιά αφήνει τις λεπτομέρειες και συγκεντρώνεται στο σκοπό της.
Αδιάφορα κάθεται στον καναπέ του χιλιοαραχνιασμένου  σαλονιού ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο καλυμμένο μ’ένα στρώμα  παχιάς σκόνης.
Το στοιχειό είν’ εκεί όπως πάντα,στην αιώνια φυλακή του χωρίς λυτρωμό.
Η Δροσοσταλιά αρχίζει να το λυπάται.
Μια αιωνιότητα θα βασανίζεται,μα δε πρέπει,όχι!!! Εξαιτίας του υποφέρει,χάρη σ’ αυτό έχασε την ευτυχία της.
Μα πως μπορεί ;τώρα ξέρει γιατί…την εκδίκηση του στοιχειού παίρνοντας το αίμα του πίσω δε μπορεί ν’ ανταποδώσει…και ; θα ξεχάσει τόσο εύκολα;σκέψεις που ξεδιπλώνονται  στις σελίδες του βιβλίου που ξεφυλλίζει…παράλογες σκέψεις,ο Ρωμανός δε μπορεί να μπει μέσα γιατί το στοιχειό θα τον αποτελειώσει κι αν λυγίσει η Δροσοσταλιά όλα πάνε χαμένα,θα χάσει την δύναμη αντίστασης της και θα περάσει στον κόσμο του..στοιχειό όπως και κείνο,σκλάβα ενός σκλάβου της μοίρας.
Η Άρτια παρακολουθεί μέσω μιας αχτίδας του φεγγαριού που τρύπωσε από τη χαραμάδα της μισογκρεμισμένης σκεπής.
Προσπαθεί να της μιλήσει μα αν καταλάβει το στοιχειό θα εξαφανιστεί.
Προσπαθεί να επηρεάσει τη σκέψη της μα δε μπορεί,η δύναμή της πέφτει πάνω σ’ ένα φράγμα αδιαπέραστο,τα μουχλιασμένα τείχη του σπιτιού.
Κι η Δροσοσταλιά συνεχίζει  να προσποιείται πως  διαβάζει ενώ σκέφτεται τ’
άδικο,τ’ άδικο που πληρώνει αυτή και το στοιχειό.
Προσπαθεί να συγκεντρωθεί μα δε μπορεί,όμως ούτε κι εκείνο μπορεί να διαβάσει τη σκέψη της.
Ακούγονται βήματα,αργά,συρτά,μονότονα…
Είναι εκεί,η Δροσοσταλιά συνεχίζει να διαβάζει και ο Λίβυος απορεί με την αδιάφορη στάση της.
Ζυγώνει,το νιώθει,πλησιάζει,τώρα,τώρα είν’ ώρα,λίγο μόνο ακόμα ωσότου η Πανσέληνος να μεσουρανήσει.
-Καλωσήρθες πίσω στα μέρη μου!!!

-Καλώς σε βρήκα!!! του απαντά με ήρεμη φωνή σαν να καλωσορίζει κάποιον που λαχτάρησε να δει.
Προσπαθεί να μην τον διώξει από κοντά της.
Αμέσως η φωνή του γλύκανε ,η μορφή του αρχίζει να γίνεται ορατή   δεν είναι αποκρουστική ,τώρα πια διακρίνει τα χαρακτηριστικά του,τα σγουρά καστανά μαλλιά του,πάνω από τους γυμνασμένους ώμους του ,
τα μαύρα φλογισμένα μάτια του και τα πυκνά φρύδια του που δένουν αρμονικά με το ηλιοκαμένο δέρμα του.
Η Δροσοσταλιά σάστισε,μαγεύτηκε από την «,ανθρώπινη » μορφή του Λίβυου,σαν να τον ερωτεύτηκε στιγμιαία.
Ξέχασε το σκοπό της αν και είχε λίγα μόνο λεπτά.
Τον κοίταξε  με κατανόηση κατευθείαν στα μάτια και διέκρινε μια σπιρτάδα,μια φλόγα μέσα σ’ αυτά.
Κι αμέσως τα ξέχασε όλα,γιατί ήταν εκεί,τα μαρτυρικά χρόνια που έζησε εξ’ αιτίας του,όλα,όλα σβήστηκαν απ’ το μυαλό της και μόνο συμπόνοια ένιωσε κοιτάζοντάς τον.
– Ζητώ συγγνώμη,για όσα σου ‘καναν,για όσα πέρασες,για τον πόνο που ένιωσες,συγχώρα με,συγχώρα και ‘ κείνους που έπραξαν τ’ άδικο,το αβάσταχτο αυτό άδικο,τ’ ανείπωτο,που κανείς ποτέ δεν ξεστόμισε,άσε την καρδιά σου,άσε την να γαληνέψει,ξέχνα !!!
Ο Λίβυος χαμήλωσε το βλέμμα γεμάτος ντροπή αφού τα λόγια της διέλυσαν το μίσος του.
– Εγώ σου έκανα τόσο κακό…κι εσύ…κι εσύ,μου ζητάς συγχώρεση;εσύ;εσύ τι φταίς;μόνο το αίμα σου φταίει …κι αγάπη  το δέσιμο μαζί μου που σου πρότεινα για να  βασανίζεσαι μιαν αιωνιότητα στο ζήτησα και μου ζητάς συγγνώμη;μετά από τόσο πόνο που σου προκάλεσα;μα πώς μπορείς;το Ρω μανό δε βλέπεις πια και τους δικούς σου έχασες από πράξη δική μου ;

image

Η  βαριά μελωδική  φωνή του άγγιξε την καρδιά της Δροσασταλιάς κι εκείνη ακούμπησε το χέρι του με τρυφερότητα , σήκωσε το βλέμμα του  κι η αχτίδα του φεγγαριού φώτισε το θλιμμένο μετανιωμένο  βλέμμα του, το χάδι της Δροσοσταλιάς τον παρέλυσε εντελώς,νιώθει το άγγιγμά της σαν ν’ αγγίζει την καρδιά του,χωρίς να έχει καμμιά πλέον δύναμη.
Αφήνεται στη μαγεία της στιγμής ,το χάδι της,πόσα χρόνια έχει να νιώσει έτσι,πόσα χρόνια πέρασαν από  τότε.
Παραδίνεται στην δύναμη της ζεστασιάς του χεριού της που πηγάζει από τα βάθη της ψυχής της,αναζωογονώντας ολόκληρο το σώμα του.
Κι ο χρόνος πάγωσε σ’ αυτό το σκοτεινό ψυχρό δωμάτιο,ενώ στον ουρανό η Σελήνη κοντεύει να μεσιάσει το φωτισμένο λιβάδι του.
Η Άρτια ικανοποιημένη μ’ αυτή την έκβαση,αρχίζει ν’ ανησυχεί,τα λεπτά περνούν  κι η Δροσοσταλιά δεν κινείται,ο Ρωμανός την κοιτάζει ανυπόμονα κι εκείνη τον καθησυχάζει γνέφοντάς του ότι όλα πάνε καλά.
Είναι όμως έτσι;

image

By Ξηρομερίτισσα Posted in AΡΘΡΑ

» Το στοιχειό»- η έκπληξη της Άρτιας.

Η Άρτια είχε λύσει τις περισσότερες απορίες της
image

Δροσοσταλιάς,ακόμα και τα λόγια του στοιχειού τώρα έβγαζαν νόημα.
Γι αυτό δεν την σκότωνε.
– Μα είναι εντελώς παράλογο,μονολογούσε…σχέση μ’ ένα φάντασμα;
– Έχει τη δύναμη να σε πάει στον κόσμο του αν εσύ ξεχάσεις το Ρωμανό.

– Αυτό δε θα γίνει ποτέ!!!Τώρα ξέρω ,δεν τα φανταζόμουν όλα αυτά…
– Κοιμήσου.Ηρέμησε κι αύριο σου έχω μία έκπληξη!!! Μη ρωτήσεις άλλα…
Η Δροσοσταλιά ξάπλωσε να κοιμηθεί κάτω από το φως του κεριού,που ημιφώτιζε την υγρή σπηλιά…κι όμως ήταν τόσο ζεστά…σαν βραδάκυ του Μαγιού και μια ευωδιά πλημμύριζε το χώρο σαν ανθισμένο αγιόκλημα,μα πουθενά δεν υπήρχε…
Και στην είσοδο της σπηλιάς άρχισε να πλέκεται δίχτυ από αναρριχόμενα φυτά  που πριν δεν υπήρχαν ή δεν ήταν ορατά,κλείνοντάς την ερμητικά.
Η Δροσοσταλιά φοβήθηκε μα κατάλαβε ότι κάτι μαγικό υπήρχε εκεί,για πρώτη φορά ένιωσε γαλήνη,αφήνοντας τον ύπνο να κλείσει τα βλέφαρά της.
Το λιγοστό φως της ανατολής ξύπνησε τη Δροσοσταλιά,η Άρτια έλειπε..βγήκε έξω ,η Άρτια είχε ανάψει φωτιά  πάνω από ένα μικρό τσουκάλι έριχνε βότανα  ψιθυρίζοντας κάποια λόγια κοιτάζοντας την ανατολή.
Δεν τη διέκοψε ,έκανε μια βόλτα γύρω από τη σπηλιά.Παρατήρησε οτι το βουνό χαμήλωσε τις βραχώδεις κορφές  του,όλα ήταν παράξενα εκεί πάνω μα δεν την ένοιαζε.
Θα’ χουμε Πανσέληνο αύριο,πρέπει να είναι έτοιμη η σκόνη…
Η Δροσοσταλιά την κοίταξε μ’ ανακούφιση.
– Μπορείς να δεις το Ρωμανό;είναι δίπλα μου;
– Θα το αισθανόσουν,όχι δεν ήρθε μαζί σου,δεν μπορείς να τον δεις και σπάνια τον ακούς,ούτε εκείνος σ’ ακούει αλλά σε βλέπει, μα ξέρει που είσαι..θα’ ρθει να σε βρεί,σπάνια σ’ αφήνει…
Η Άρτια άρχιζε να ετοιμάζει κι άλλο φίλτρο.
– Αυτό τι είναι;
– Είναι για σας,όταν θα ‘ ρθει θα πιείτε κι οι δύο…μη ρωτάς θα καταλάβεις τότε.
Ο χρόνος εκεί πάνω σταματά να κυλά.
Κι ο ήλιος μετά από ατέλειωτες ώρες πήγαινε προς τη δύση.
Η Άρτια καλωσόριζε κάποιον ενώ η Δροσοσταλιά αισθάνθηκε την παρουσία του Ρωμανού.
Μια κούπα κινείται στον αέρα ,σαν κάποιος να την κρατάει για να πιει.
Πίνει και η Δροσοσταλιά από την ίδια κούπα μετά από το γνέψιμο της Άρτιας…και τότε εμφανίζεται ο Ρωμανός.
Τώρα πια τον άκουγε,την έβλεπε!!!
-Το φίλτρο θα κρατήσει δύο ώρες δεν γίνεται περισσότερο,αύριο πρέπει να είστε δυνατοί για ν’ αντιμετωπίσετε το στοιχειό.
Σας αφήνω…έχετε τόσα να πείτε!!!
Δυο ώρες δικές τους,επιτέλους βρισκόταν στην αγκαλιά του,ένιωθε τη ζεστασιά του,την ανάσα του,δε χόρταινε να τον κοιτάζει.Δε μιλούσαν πια με τα χείλη,άλλωστε τα μάτια τους έλεγαν περισσότερα…
Έχει αλλάξει λίγο,οι γκρίζοι κρόταφοι,τα σκιασμένα βλέφαρα ,αλλά και ‘κείνη άλλαξε…
Το πρόσωπό της άρχισε ξανά να φεγγοβολά καθρεφτίζοντας την απέραντη   ευτυχία της.
Και κείνος κρατώντας την στην αγκαλιά του  φάνταζε θεός,ένα άγγιγμά τους έκανε τη φύση να τραγουδά.
– Τι ευτυχία Θεέ μου,σκεφτόταν η Δροσοσταλιά κοιτώντας τα μάτια του.
Τα λόγια ήταν περιττά ,τίποτα δεν είχε σημασία ζούσαν τόσο έντονα ετούτες τις στιγμές …
– Κοντεύει η ώρα,θα χαθούμε ξανά μα αύριο πρέπει να είσαι εκεί να αντιμετωπίσουμε το κακό.
Η Δροσοσταλιά άρχιζε να δακρύζει…
Κι εκείνος σκούπισε απαλά τα δάκρυά της,καθησυχάζοντάς την.
– Μια ακόμα βραδιά μακριά σου…δώσε προσοχή στα λόγια της Άρτιας,μόνο εσύ μπορείς να μας ελευθερώσεις…θα’ μαι δίπλα σου,όπως πάντα.
Κι έτσι χάθηκε πάλι στο σκοτάδι.
– Φύγε κι εσύ σε λίγο ,πρέπει να ‘ εκεί την ώρα που θ’ ανατείλει η  σελήνη,θα ναι ολόγιομη,τότε πρέπει κι έκλεισε τα δάχτυλά της πάνω από ένα μικρό πουγκάκι που τοποθέτησε μέσα

image

στην παλάμη της.
Μην πεις ευχαριστώ,δεν πρέπει…
Της έγνεψε με κατανόηση και κίνησε προς το μονοπάτι για το χωριό.

«Το στοιχειό» -η συνάντηση με τον Ρωμανό – Η Άρτια διαβάζει την κατάρα.

Η στιγμή που περίμεναν:

Την ώρα που λίγο μόνο φως μένει στον ουρανό πριν παραδοθεί στο απόλυτο σκοτάδι,εκείνη την ώρα μπορούσε να τον δει.Και εκείνος είναι απέναντί της,μπορεί να την ακούσει.Είναι πια ορατός…
Πόσα χρόνια έχει να τον συναντήσει,πόσα μαρτυρικά χρόνια.
Η καρδιά της χτυπάει δυνατά,όπως τότε την πρώτη φορά κι εκείνος της χαμογελά,απλώνει το χέρι του να αγγίξει το δικό της,αισθάνεται  το άγγιγμά του ,το αίμα της  κυλάει, ξανά .Χάνεται στα πράσινα μάτια του που την κοιτάζουν με τόση κατανόηση,ζωγραφίζοντας τα δικά της με το χρώμα της χαράς για λίγο…για λίγες μόνο στιγμές.
Στιγμές που αξίζουν μια ολόκληρη ζωή.Ο χρόνος θαρρείς πως καταλαβαίνει  με πόση  λαχτάρα περίμεναν  τούτη τη στιγμή  και κυλά πιο αργά ….
Κι η φύση υποκλίνεται στην δύναμη της αγάπης τους,έχει μαζέψει τους ανέμους που σώπασαν υποταγμένοι στο πρόσταγμά της,ν’ ακουστεί η φωνή της Δροσοσταλιάς.
– Ρωμανέ μου!! Πόσα χρόνια έχουν περάσει,σ’ έψαχνα δεν σ’ έβρισκα πουθενά,η απουσία σου με τσάκιζε σαν γέρικο καράβι στ’ απότομα βράχια…σ’ ένιωθα δίπλα μου συχνά…
-Δροσοσταλιά μου!!! ποτέ δεν έφυγα , μα δε μπορούσες να με νιώσεις,πάντα σ’,ακολουθούσα σα σκιά ,σ’ έβλεπα εσύ όμως όχι.Σου μιλούσα μα ούτε καν τα χείλη μου δε μπορούσες να διαβάσεις…Μόνο εκείνη δεν μπορούσε να τον δει,οι άλλοι τον έβλεπαν ,συνέχιζε να ζει ακολουθώντας την.
Όλοι νόμιζαν πως η Δροσοσταλιά έχασε τα λογικά της.
– Μερικές φορές σ’ άκουγα,αυτό με κράταγε,μα παιχνίδια του μυαλού μου νόμιζα πως ήταν,δεν έπαιρνα απάντηση..
– Δεν μπορούσα να σ’ ακούσω … τυρρανία δίχως τέλος,ατέλειωτες… αβάσταχτες ώρες…
Δεν έχουμε χρόνο,πρέπει να πας στην κορυφή του βουνού και να βρεις την Άρτια,σε λίγες μέρες θα ‘ χει Πανσέληνο,τότε πρέπει,εκείνη θα σου πει,εκείνη ξέρει,την είδα πρώτη φορά όταν πήγα για κυνήγι,από μακριά είδε την κατάρα που κουβαλάω,μου έγνεψε να πάω κοντά της,εκείνη δε μπορεί να ‘ ρθει κανείς δεν ξέρει ότι υπάρχει,πήγαινε!!!Η σκόνη που βρήκες εκείνη μου την έδωσε μα δεν μπορούσες ν’ ακούσεις τις οδηγίες μου…
Και ξαφνικά το σώμα του άρχισε να γίνεται διάφανο,την ώρα που το φως χανόταν παίρνοντας μαζί τη μορφή του…κι η φωνή του χανόταν .
– Μην σταματήσεις να μ’ αγαπάς,μη χάσεις την ελπίδα σου…αν το κάνεις θα χαθώ για πάνταααα…
Τώρα πια είναι σίγουρη,ξέρει δεν χάθηκε ,δεν την άφησε ο αγαπημένος της,δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας της τα λόγια που άκουγε μερικές φορές,ήταν εκεί,δίπλα της μα δε μπορούσε να τον δει ή ν’ ακούσει τη φωνή του,μόνο κάποιες φορές,μόνο για λίγο.
Μέτραγε τις ώρες που περνούσαν αργά ως την Πανσέληνο .
Περίμενε πως και πως την ώρα του δειλινού κι άρχιζε να του μιλάει,για δευτερόλεπτα τον έβλεπε,για μια στιγμή όταν βρισκόταν έξω από το σπίτι στο λιγοστός φως της μέρας.
Εδώ και οχτώ χρόνια είχε εγκαταλείψει το σπίτι στη μικρή πόλη κι έμενε στο χωριό της,μόνη της πλέον αφού τρια χρόνια μετά έχασε και τη μητέρα της.
Δέκα χρόνια έμεινε σ’ αυτό το καταρεμένο σπίτι…δέκα χρόνια δυστυχίας,που δεν έχει τελειωμό.

Η αιτία της κατάρας- συνάντηση με την Άρτια.

Η Δροσοσταλιά δεν άντεχε να περιμένει έπρεπε να συναντήσει την Άρτια.
Μετά από περπάτημα ενός ημερόνυχτου έφτασε στην κορυφή.
Περίμενε για ώρες,ώσπου είδε μιαν όμορφη γυναίκα γύρω στα τριάντα να εμφανίζεται από το πουθενά.Έμοιαζε σαν να απέδρασε από παραμύθι μ’ ένα λιλά μεταξωτό φόρεμα και τις ξανθιές περιποιημένες μπούκλες της να κυματίζουν στο ελαφρύ αεράκι.
Μόλις αντίκρυσε τη Δροσοσταλιά της χαμογέλασε με κατανόηση.
– Χρόνια σε περίμενα! είπε πιάνοντας απαλά το χέρι της.
Την κοίταξε στα μάτια.
– Τώρα εξηγούνται όλα ….είπε κι άρχισε να της διηγείται την ιστορία της κατάρας,σα σκηνές από ταινία που προβάλλονταν στα μάτια της Δροσοσταλιάς!
-Το αρχοντικό αυτό ανήκε στην οικογένεια του Λίβυου ,η οποία χρώσταγε μεγάλο χρηματικό ποσό στον προπαππού σου κι ήταν αδύνατο να ξεχρεώσουν,έτσι το σπίτι πέρασε στα χέρια σας.
– Μα…δεν ήταν δικό μας,το αγοράσαμε…
– Δεν γνωρίζεις όσα θα σου πω,κανείς δεν τα γνωρίζει,μόνο εκείνοι που δε βρίσκονται πια στη ζωή,ούτε ο πατέρας σου γνώριζε.
Ο Λίβυος νέος τότε ,αγανάκτισε με την άδικη κατάσχεση της περιουσίας του και λογομάχησε έντονα με τον προπάππο σου.
Κι εκείνος σε ανυποψίαστη στιγμή του αφαίρεσε τη ζωή,τόσο άδικα ,γιατί ήταν απειλή για τα συμφέροντά του,χωρίς οίκτο την πρώτη νύχτα του γάμου του,ύπουλα,άνανδρα.
Και το φονικό το έριξαν σ’ έναν από τους απλήρωτες εργάτες του Λίβυου ,εκμεταλλεύτηκαν την ασθένεια του γιου του,έτσι παραδέχτηκε την » ενοχή» του. έναντι αμοιβής για τη θεραπεία του παιδιού του..τ’ άδικο όμως…
-Ω!!! Θέε μου!!! Αυτή την κατάρα κουβαλώ;πληρώνω αδικίες άλλων;
-Έχεις το αίμα τους στις φλέβες σου,γι αυτό πληρώνεις.
– Κι ο πατέρας μου;πως γλύτωσε;
– Το στοιχειό εκδικείται ώσπου να μη μείνει κανένας απο σας.Μόνο σε’ κείνο το σπίτι είναι πανίσχυρος.
Η υπηρέτρια κατάλαβε ότι κάτι ανεξήγητο συμβαίνει με το θανατικό και φυγάδευσε τον πατέρα σου,τον έδωσε σε μια οικογένεια που δεν είχαν παιδιά στο χωριό που γεννήθηκες,δεν ήταν οι πραγματικοί σου παππούδες.
– Κι η υπηρέτρια;…ζει;
– Εξαφανίστηκε ,γλύτωσε από τη μανία του, στοιχειού …ζει …όμως πολύ μακριά απο ‘ δω την φυγάδευσε ο Ροβέρτος που κι αυτός χάθηκε ξαφνικά…η εκδίκηση του στοιχειού σ’ όποιον ανακατεύεται στους λογαριασμούς του.
Κι ο Λίβυος καταδικασμένος ανάμεσα σε δυο κόσμους …την ίδια μέρα σκότωσαν την αγαπημένη του και τον πατέρα του για να μην υπάρχουν μάρτυρες,Έτσι έγινε στοιχειό κι η μοίρα συμμαχός του,ξανάφερε τους απογόνους των φονιάδων του
image

στο σπίτι του…πήρε το αίμα του πίσω ….
– Τι θέλει πια από μένα;δεν μου έμεινε τίποτα κι ο Ρωμανός;τι φταίει;
Το λάθος του είναι ότι σ’ αγάπησε μα…δεν ξέρεις και κάτι άλλο,ίσως να το χεις καταλάβει,το στοιχειό σ’ ερωτεύτηκε …
– Όλα αυτά φαντάζουν παραμύθια,παρανοϊκά…δεν τα χωράει ανθρώπινος νους…
– Δυστυχώς …όμως δεν είναι,κανείς απο σας δεν ήξερε την ύπαρξή μου,δεν ήρθε για βοήθεια,η δικιά μου η κατάρα δεν λύνεται ,δεμένη ως την αιωνιότητα με το βουνό…εσύ όμως μπορείς!!!
-Μα πώς;
– Σε τρεις μέρες θα ξανάρθεις,να σου δώσω το ξόρκι,ο Ρωμανός στο είπε μα δεν τ’ άκουγες.
– Έριξα τη σκόνη αυτό άκουσα μόνο…
– Θα γίνουν όλα την κατάλληλη στιγμή!
– Να μείνω μαζί σου;δεν έχω κανέναν πια.
Η πρόταση της Δροσοσταλιάς έγινε δεκτή με μεγάλη ευχαρίστηση από την Άρτια.
– Χαρά μου να σε φιλοξενήσω,έχεις δει πολλά οπότε δεν θα παραξενευτείς αν δεις κι εδώ παράξενα πράγματα!

By Ξηρομερίτισσα Posted in AΡΘΡΑ

«Το στοιχειό» η Δροσοσταλιά γυρίζει στο αρχοντικό.

Η Δροσοσταλιά,στέκεται στο μεγάλο σαλόνι προσπαθώντας να διακρίνει τα έπιπλά κάτω από τη σκόνη.

Το σπίτι που μεγάλωσε!

Εκεί που γνώρισε και τον Ρωμανό γόνο γνωστής οικογενείας της μικρής πόλης .
Ανάμεσα στις αράχνες ,ξεδιπλώνεται η νύχτα που τον πρωτοείδε ,σε μια δεξίωση που δόθηκε με σκοπό τη γνωριμία τους με τους υπόλοιπους γείτονες.
Τα σκονισμένα αντικείμενα αστράφτουν ξανά,φώτα παντού,κόσμος ,γέλια!!!Τί όμορφα που ήταν!!
Βλέπει τον εαυτό της να κάθεται δίπλα στο τζάκι μιλώντας από ευγένεια σε μια περίεργη καλεσμένη.
Ώσπου την ανιαρή συζήτηση διακόπτει εκείνος.
Τα μάτια της έλαμψαν ξαφνικά όταν το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό της.
Πρώτη φορά ένιωθε έτσι.
– Χορεύουμε;της είπε με σιγανή φωνή,σίγουρος ότι θα δεχτεί.
Του χαμογέλασε και δειλά σηκώθηκε.
Ακόμα θυμάται πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά της.
Πόσο ευτυχισμένοι ήταν !
Λίγο καιρό μετά λογοδόθηκαν κι όλος ο κόσμος ήταν δικός τους,στρέφοντας πολλά φθονερά βλέμματα πάνω τους.
Και τώρα…τα μάτια της πλημμύρισαν από τα δάκρυά της,δάκρυα που σπάνια άφηνε να κυλίσουν,πόσο καιρό είχε να τον δεί,δεν άντεχε το μαρτύριο,κρυβόταν γιατί δεν άντεχε να δίνει κι άλλη θλίψη στα μάτια της.
Πόσο θά ‘ θελε να τον δεί,μια στιγμή μόνο..
Απογοητεύεται όταν σκέφτεται ότι είναι ανώφελο,αφού δεν μπορεί να την ακούσει κι εκείνη δεν μπορεί να τον αγγίξει.
«,Μαζί για πάντα και χωρισμένοι αιώνια»,μ’ αυτήν την κατάρα συνέχιζαν να ζούν.
Πόσες φορές τον είδε από τότε;Μόνο στιγμές,στιγμές μαρτυρικές,που την πόναγαν περισσότερο από την απουσία του.
Απελπισμένη άρχιζε να φωνάζει προκαλώντας την αιτία του κακού .
-Φανερώσου!!! Τόσα χρόνια ζεις στη σιωπή,αλήθεια πόσο δειλός είσαι;Το κορμί της τρέμει ενώ η φωνή της πέφτει σαν κεραυνός στην ένοχη σιωπή αυτού του σπιτιού που συνωμοτεί εναντίον της.
Τώρα η φωνή της γίνεται κραυγή:
-Βγές ,τι φοβάσαι;το σκοτάδι συμμαχός σου δεν είναι; κλέβοντάς ευτυχία που δε σου ανήκει,δε σου αξίζει,δε σου πρέπει,σύρσου στο σκοτάδι,σα σκιά ,έτσι έμαθες η τροφή σου είναι η δυστυχία των άλλων,αυτό θες;το κατάφερες!!! Τέλειωνε αυτό το μαρτύριο!!! Τέλειωνε,δεν αντέχω η ψυχή μου έχει ραγίσει χίλιες φορές,θρυμματίστηκε σε μικρά κομμάτια,κομμάτια που έχασα…το νιώθεις;τελείωνε γιατί συμφωνία με το Χάρο έχεις κάνει και δε με δέχεται κοντά του.
Τι άλλο θέλεις;μίλα μου,φανερώσου,
Κι εκείνον ,το Ρωμανό μου απάλλαξε,
κάν’ το έχεις τη δύναμη,δώσε ένα τέλος,
δώσε τη λύτρωση σε δυο ψυχές.
Άκου τη φωνή μου…τρέμει,δεν έχει άλλη δύναμη…
Χαίρεσαι;αλήθεια κοίτα με σαν κερί που σιγολιώνει στην ανελέητη φλόγα,χωρίς σθένος,δε μου μεινε τίποτα πια…
Μ’ ακούς;απάντησε!!! Τι μου μεινε πια;Σε ικετεύω απάλλαξε εκείνον και δώσε σε μένα όλο το βάρος,διπλό,αβάσταχτο,μα φτάνει να λυτρωθεί.
Η Δροσοσταλιά σαν μαραμένο ρόδο λυγίζει ,γονατίζει και πέφτει στο πάτωμα που νώτισαν τα δάκρυά της.
Ένας δυνατός ανατριχιαστικός ήχος ακούγεται.
Μια λευκή φιγούρα εμφανίζεται από το πουθενά.
Εκείνη όμως δε φοβάται,ψάχνει τη λύτρωση,τόσα πέρασε δεν φοβάται πια.
Ο άνεμος σφυρίζει ανάμεσα στις γρίλιες από τα μισογκρεμισμένα παράθυρα.
Ακούει φωνές ,χωρίς ν’ ακούγεται μιλιά,μιλάει στην ψυχή της προσπερνώντας τ’ αυτιά της.
– Θα είχες τα πάντα κι εσύ τ’ αρνήθηκες,για ‘ κείνον,πλήρωσε τώρα όπως κι εγώ έχασα την αγάπη μου,αγάπη μου κλεψαν βίαια μέσα από την αγκαλιά μου,πλήρωσε τώρα όπως πλήρωσα κι εγώ,αίμα των καταραμένων κυλάει στις φλέβες σου,πλήρωσε!μάτωσε ! Όπως κι εκείνη όταν μ’ έβλεπε να ψυχορραγώ στην αγκαλιά της,την πιο ιερή στιγμή! Σύρσου .όπως ικέτευε και κείνη για τη ζωή μου,σπόρε μαγαρισμένης φάρας,ικέτευε! Δείξατε οίκτο τότε;εγώ πόνεσα μια φορά μα εσείς για πάντα κι εσύ θα βασανίζεσαι …όλα σου τα πήρα!
Είχες την ευκαιρία να μη χάσεις τίποτα,μα η λησμονιά δεν αγγίζει την καρδιά σου,πλήρωσε για την αγάπη που ένιωσες για ‘ κείνον.
Όπως και ‘ κείνη έμεινε μόνη!!!
Μείνε μαζί μου,μείνε πλάι μου αφού,τη δική μου αγαπημένη να αγγίξω δεν μπορώ ούτε σαν σκιά,χαμένος ανάμεσα σε δυο κόσμους,αιώνια καταδικασμένος,είχες την ευκαιρία ν’ απαλλαγείς,μα δεν είχα δύναμη πάνω σου!!!Η ζωή σου για τη ζωή μλ που μου πήραν ,να πονέσουν όπως πόνεσαν κι οι δικοί μου…
Η Δροσοσταλιά κουλουριασμένη στο πάτωμα ακούει,προκαλώντας τον να μιλάει με λόγια άηχα.
Νιώθει ένα ρίγος καθώς η φιγούρα πλησιάζει,η ευκαιρία που περίμενε…
Τινάζεται ολόρθη τινάζοντας τη σκόνη από το χέρι της.
Κι η φιγούρα γίνεται σκιά κι εξαφανίζεται ουρλιάζοντας,αφήνοντας φωνές που τρυπάνε σα λόγχη την ψυχή της,παίρνοντάς της τη δύναμη.
Πρέπει ν’ αντισταθεί να μην την κυριεύσει!!Ο πόνος του σαν μαγνήτης τραβάει τα σωθικά της,κάτι ψιθυρίζει κλείνοντας δυνατά τα μάτια της.
Απέτυχε,η σκιά ακόμα έχει δύναμη,κατέστρεψε τη ζωή της οδηγώντας τον πατέρα της στην αυτοκτονία,τη μητέρα της στην τρέλα κι αυτή για πάντα στη θλίψη.
Πετάγεται έξω,δεν αντέχει αυτές τις φωνές,αν τα κατάφερνε η σκιά θα σώπαινε για πάντα.

image

Έχει σκοτεινιάσει ,το φώς της μέρας παραδίδεται στο μαύρο της νύχτας…η ώρα του λυκόφωτος… πλη

image

μμυρίζει την καρδιά της με χαρά,τι απρόσμενο δώρο!!!