Το στοιχειό- το τέλος της ιστορίας.

Η Δροσοσταλιά σήκωσε τα μάτια ψηλά κι είδε την Άρτια να χαμογελά ικανοποιημένη.
Είχε ακόμα το πουγγί κι η Πανσέληνος ήταν στη μέση τ’ ουρανού,βγήκε γρήγορα έξω και κοίταξε προς το βουνό.
Ίσως μπορούσε.
Η Άρτια παραξενεύτηκε.
– Μα τι κάνει;η κατάρα λύθηκε.
– «Διώξε το μίσος
Και δώσε αγάπη
Φως τη σελήνης
Σβήσε το δάκρυ
Σβήσε τον πόνο
Δώσε χαρά
Τους χωρισμένους σμίξε ξανά
για πάντα μαζί
Ποτέ πια μονάχοι
λύσε τα μάγια
Μοίρασε αγάπη».
Αυτά ήταν τα λόγια για τη δική της ευτυχία,μα αυτή την απέκτησε με τη δική της δύναμη  κι ήταν η μοναδική στιγμή που είχαν δύναμη για  να σβήσουν μόνο μία κατάρα.
Κοίταξε ξανά το φεγγάρι.
Ήταν ολόγιομο,λαμπερό και το πρόσωπο της Άρτιας δεν καθρεφτιζόταν πια σ’ αυτό.
Η Δροσοσταλιά έκανε το καθήκον της,με αγνή καρδιά είπε τα λόγια γεμάτη θέληση.Ίσως,ίσως να τα κατάφερνε.
Κι απέναντί της ο Ρωμανός.
Τώρα μπορούσε να ζήσει μαζί του ξανά από την αρχή.
Τον αγκάλιασε σφιχτά.Έμειναν για ώρα μαζί κάτω από το φως του φεγγαριού που φώτιζε την απέραντη αγάπη τους.
Πόσα όνειρα..πόσα σχέδια που τώρα πια  θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν.
Όλα σβήστηκαν ,όλα ξεχάστηκαν μια νέα αρχή,μα τα πρόσωπα που έλειπαν δε μπορούσαν να γυρίσουν πίσω,ο χρόνος όμως έσβησε τον πόνο αφήνοντας μόνο τις όμορφες αναμνήσεις.
Το ευτυχισμένο ζευγάρι πούλησε το παλιό αρχοντικό ενώ διάλεξαν το χωριό για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Την επομένη κατέβηκε κι η Άρτια συνοδευόμενη μ’ έναν νέο άντρα δίπλα της.
Ήταν εκείνος που ρίζωσε στο βουνό .
Η Δροσοσταλιά ποτέ δε ρώτησε γιατί,άλλωστε δεν είχε σημασία πια.
Η Δροσοσταλιά τον ελευθέρωσε από την κατάρα που τους χώριζε  με τα λόγια της Άρτιας που προορίζονταν για ‘ κείνη.
Σε λίγο καιρό το μικρό χωριό πανηγύριζε για τους
δι

image

πλούς γάμους,απλά ανάμεσα στη φύση,σ’ ένα ολάνθιστο λιβάδι και στέφανα πλεγμένα με άνθη γιασεμιού,ενώ τα πουλιά τραγουδούσαν τη μελωδία της ευτυχίας τους.
Μαζί με ‘κείνους γιόρταζε κι η φύση!!!
ΤΕΛΟΣ!!!!

image

image

» Το στοιχειό»- η έκπληξη της Άρτιας.

Η Άρτια είχε λύσει τις περισσότερες απορίες της
image

Δροσοσταλιάς,ακόμα και τα λόγια του στοιχειού τώρα έβγαζαν νόημα.
Γι αυτό δεν την σκότωνε.
– Μα είναι εντελώς παράλογο,μονολογούσε…σχέση μ’ ένα φάντασμα;
– Έχει τη δύναμη να σε πάει στον κόσμο του αν εσύ ξεχάσεις το Ρωμανό.

– Αυτό δε θα γίνει ποτέ!!!Τώρα ξέρω ,δεν τα φανταζόμουν όλα αυτά…
– Κοιμήσου.Ηρέμησε κι αύριο σου έχω μία έκπληξη!!! Μη ρωτήσεις άλλα…
Η Δροσοσταλιά ξάπλωσε να κοιμηθεί κάτω από το φως του κεριού,που ημιφώτιζε την υγρή σπηλιά…κι όμως ήταν τόσο ζεστά…σαν βραδάκυ του Μαγιού και μια ευωδιά πλημμύριζε το χώρο σαν ανθισμένο αγιόκλημα,μα πουθενά δεν υπήρχε…
Και στην είσοδο της σπηλιάς άρχισε να πλέκεται δίχτυ από αναρριχόμενα φυτά  που πριν δεν υπήρχαν ή δεν ήταν ορατά,κλείνοντάς την ερμητικά.
Η Δροσοσταλιά φοβήθηκε μα κατάλαβε ότι κάτι μαγικό υπήρχε εκεί,για πρώτη φορά ένιωσε γαλήνη,αφήνοντας τον ύπνο να κλείσει τα βλέφαρά της.
Το λιγοστό φως της ανατολής ξύπνησε τη Δροσοσταλιά,η Άρτια έλειπε..βγήκε έξω ,η Άρτια είχε ανάψει φωτιά  πάνω από ένα μικρό τσουκάλι έριχνε βότανα  ψιθυρίζοντας κάποια λόγια κοιτάζοντας την ανατολή.
Δεν τη διέκοψε ,έκανε μια βόλτα γύρω από τη σπηλιά.Παρατήρησε οτι το βουνό χαμήλωσε τις βραχώδεις κορφές  του,όλα ήταν παράξενα εκεί πάνω μα δεν την ένοιαζε.
Θα’ χουμε Πανσέληνο αύριο,πρέπει να είναι έτοιμη η σκόνη…
Η Δροσοσταλιά την κοίταξε μ’ ανακούφιση.
– Μπορείς να δεις το Ρωμανό;είναι δίπλα μου;
– Θα το αισθανόσουν,όχι δεν ήρθε μαζί σου,δεν μπορείς να τον δεις και σπάνια τον ακούς,ούτε εκείνος σ’ ακούει αλλά σε βλέπει, μα ξέρει που είσαι..θα’ ρθει να σε βρεί,σπάνια σ’ αφήνει…
Η Άρτια άρχιζε να ετοιμάζει κι άλλο φίλτρο.
– Αυτό τι είναι;
– Είναι για σας,όταν θα ‘ ρθει θα πιείτε κι οι δύο…μη ρωτάς θα καταλάβεις τότε.
Ο χρόνος εκεί πάνω σταματά να κυλά.
Κι ο ήλιος μετά από ατέλειωτες ώρες πήγαινε προς τη δύση.
Η Άρτια καλωσόριζε κάποιον ενώ η Δροσοσταλιά αισθάνθηκε την παρουσία του Ρωμανού.
Μια κούπα κινείται στον αέρα ,σαν κάποιος να την κρατάει για να πιει.
Πίνει και η Δροσοσταλιά από την ίδια κούπα μετά από το γνέψιμο της Άρτιας…και τότε εμφανίζεται ο Ρωμανός.
Τώρα πια τον άκουγε,την έβλεπε!!!
-Το φίλτρο θα κρατήσει δύο ώρες δεν γίνεται περισσότερο,αύριο πρέπει να είστε δυνατοί για ν’ αντιμετωπίσετε το στοιχειό.
Σας αφήνω…έχετε τόσα να πείτε!!!
Δυο ώρες δικές τους,επιτέλους βρισκόταν στην αγκαλιά του,ένιωθε τη ζεστασιά του,την ανάσα του,δε χόρταινε να τον κοιτάζει.Δε μιλούσαν πια με τα χείλη,άλλωστε τα μάτια τους έλεγαν περισσότερα…
Έχει αλλάξει λίγο,οι γκρίζοι κρόταφοι,τα σκιασμένα βλέφαρα ,αλλά και ‘κείνη άλλαξε…
Το πρόσωπό της άρχισε ξανά να φεγγοβολά καθρεφτίζοντας την απέραντη   ευτυχία της.
Και κείνος κρατώντας την στην αγκαλιά του  φάνταζε θεός,ένα άγγιγμά τους έκανε τη φύση να τραγουδά.
– Τι ευτυχία Θεέ μου,σκεφτόταν η Δροσοσταλιά κοιτώντας τα μάτια του.
Τα λόγια ήταν περιττά ,τίποτα δεν είχε σημασία ζούσαν τόσο έντονα ετούτες τις στιγμές …
– Κοντεύει η ώρα,θα χαθούμε ξανά μα αύριο πρέπει να είσαι εκεί να αντιμετωπίσουμε το κακό.
Η Δροσοσταλιά άρχιζε να δακρύζει…
Κι εκείνος σκούπισε απαλά τα δάκρυά της,καθησυχάζοντάς την.
– Μια ακόμα βραδιά μακριά σου…δώσε προσοχή στα λόγια της Άρτιας,μόνο εσύ μπορείς να μας ελευθερώσεις…θα’ μαι δίπλα σου,όπως πάντα.
Κι έτσι χάθηκε πάλι στο σκοτάδι.
– Φύγε κι εσύ σε λίγο ,πρέπει να ‘ εκεί την ώρα που θ’ ανατείλει η  σελήνη,θα ναι ολόγιομη,τότε πρέπει κι έκλεισε τα δάχτυλά της πάνω από ένα μικρό πουγκάκι που τοποθέτησε μέσα

image

στην παλάμη της.
Μην πεις ευχαριστώ,δεν πρέπει…
Της έγνεψε με κατανόηση και κίνησε προς το μονοπάτι για το χωριό.

«Το στοιχειό» η Δροσοσταλιά γυρίζει στο αρχοντικό.

Η Δροσοσταλιά,στέκεται στο μεγάλο σαλόνι προσπαθώντας να διακρίνει τα έπιπλά κάτω από τη σκόνη.

Το σπίτι που μεγάλωσε!

Εκεί που γνώρισε και τον Ρωμανό γόνο γνωστής οικογενείας της μικρής πόλης .
Ανάμεσα στις αράχνες ,ξεδιπλώνεται η νύχτα που τον πρωτοείδε ,σε μια δεξίωση που δόθηκε με σκοπό τη γνωριμία τους με τους υπόλοιπους γείτονες.
Τα σκονισμένα αντικείμενα αστράφτουν ξανά,φώτα παντού,κόσμος ,γέλια!!!Τί όμορφα που ήταν!!
Βλέπει τον εαυτό της να κάθεται δίπλα στο τζάκι μιλώντας από ευγένεια σε μια περίεργη καλεσμένη.
Ώσπου την ανιαρή συζήτηση διακόπτει εκείνος.
Τα μάτια της έλαμψαν ξαφνικά όταν το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό της.
Πρώτη φορά ένιωθε έτσι.
– Χορεύουμε;της είπε με σιγανή φωνή,σίγουρος ότι θα δεχτεί.
Του χαμογέλασε και δειλά σηκώθηκε.
Ακόμα θυμάται πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά της.
Πόσο ευτυχισμένοι ήταν !
Λίγο καιρό μετά λογοδόθηκαν κι όλος ο κόσμος ήταν δικός τους,στρέφοντας πολλά φθονερά βλέμματα πάνω τους.
Και τώρα…τα μάτια της πλημμύρισαν από τα δάκρυά της,δάκρυα που σπάνια άφηνε να κυλίσουν,πόσο καιρό είχε να τον δεί,δεν άντεχε το μαρτύριο,κρυβόταν γιατί δεν άντεχε να δίνει κι άλλη θλίψη στα μάτια της.
Πόσο θά ‘ θελε να τον δεί,μια στιγμή μόνο..
Απογοητεύεται όταν σκέφτεται ότι είναι ανώφελο,αφού δεν μπορεί να την ακούσει κι εκείνη δεν μπορεί να τον αγγίξει.
«,Μαζί για πάντα και χωρισμένοι αιώνια»,μ’ αυτήν την κατάρα συνέχιζαν να ζούν.
Πόσες φορές τον είδε από τότε;Μόνο στιγμές,στιγμές μαρτυρικές,που την πόναγαν περισσότερο από την απουσία του.
Απελπισμένη άρχιζε να φωνάζει προκαλώντας την αιτία του κακού .
-Φανερώσου!!! Τόσα χρόνια ζεις στη σιωπή,αλήθεια πόσο δειλός είσαι;Το κορμί της τρέμει ενώ η φωνή της πέφτει σαν κεραυνός στην ένοχη σιωπή αυτού του σπιτιού που συνωμοτεί εναντίον της.
Τώρα η φωνή της γίνεται κραυγή:
-Βγές ,τι φοβάσαι;το σκοτάδι συμμαχός σου δεν είναι; κλέβοντάς ευτυχία που δε σου ανήκει,δε σου αξίζει,δε σου πρέπει,σύρσου στο σκοτάδι,σα σκιά ,έτσι έμαθες η τροφή σου είναι η δυστυχία των άλλων,αυτό θες;το κατάφερες!!! Τέλειωνε αυτό το μαρτύριο!!! Τέλειωνε,δεν αντέχω η ψυχή μου έχει ραγίσει χίλιες φορές,θρυμματίστηκε σε μικρά κομμάτια,κομμάτια που έχασα…το νιώθεις;τελείωνε γιατί συμφωνία με το Χάρο έχεις κάνει και δε με δέχεται κοντά του.
Τι άλλο θέλεις;μίλα μου,φανερώσου,
Κι εκείνον ,το Ρωμανό μου απάλλαξε,
κάν’ το έχεις τη δύναμη,δώσε ένα τέλος,
δώσε τη λύτρωση σε δυο ψυχές.
Άκου τη φωνή μου…τρέμει,δεν έχει άλλη δύναμη…
Χαίρεσαι;αλήθεια κοίτα με σαν κερί που σιγολιώνει στην ανελέητη φλόγα,χωρίς σθένος,δε μου μεινε τίποτα πια…
Μ’ ακούς;απάντησε!!! Τι μου μεινε πια;Σε ικετεύω απάλλαξε εκείνον και δώσε σε μένα όλο το βάρος,διπλό,αβάσταχτο,μα φτάνει να λυτρωθεί.
Η Δροσοσταλιά σαν μαραμένο ρόδο λυγίζει ,γονατίζει και πέφτει στο πάτωμα που νώτισαν τα δάκρυά της.
Ένας δυνατός ανατριχιαστικός ήχος ακούγεται.
Μια λευκή φιγούρα εμφανίζεται από το πουθενά.
Εκείνη όμως δε φοβάται,ψάχνει τη λύτρωση,τόσα πέρασε δεν φοβάται πια.
Ο άνεμος σφυρίζει ανάμεσα στις γρίλιες από τα μισογκρεμισμένα παράθυρα.
Ακούει φωνές ,χωρίς ν’ ακούγεται μιλιά,μιλάει στην ψυχή της προσπερνώντας τ’ αυτιά της.
– Θα είχες τα πάντα κι εσύ τ’ αρνήθηκες,για ‘ κείνον,πλήρωσε τώρα όπως κι εγώ έχασα την αγάπη μου,αγάπη μου κλεψαν βίαια μέσα από την αγκαλιά μου,πλήρωσε τώρα όπως πλήρωσα κι εγώ,αίμα των καταραμένων κυλάει στις φλέβες σου,πλήρωσε!μάτωσε ! Όπως κι εκείνη όταν μ’ έβλεπε να ψυχορραγώ στην αγκαλιά της,την πιο ιερή στιγμή! Σύρσου .όπως ικέτευε και κείνη για τη ζωή μου,σπόρε μαγαρισμένης φάρας,ικέτευε! Δείξατε οίκτο τότε;εγώ πόνεσα μια φορά μα εσείς για πάντα κι εσύ θα βασανίζεσαι …όλα σου τα πήρα!
Είχες την ευκαιρία να μη χάσεις τίποτα,μα η λησμονιά δεν αγγίζει την καρδιά σου,πλήρωσε για την αγάπη που ένιωσες για ‘ κείνον.
Όπως και ‘ κείνη έμεινε μόνη!!!
Μείνε μαζί μου,μείνε πλάι μου αφού,τη δική μου αγαπημένη να αγγίξω δεν μπορώ ούτε σαν σκιά,χαμένος ανάμεσα σε δυο κόσμους,αιώνια καταδικασμένος,είχες την ευκαιρία ν’ απαλλαγείς,μα δεν είχα δύναμη πάνω σου!!!Η ζωή σου για τη ζωή μλ που μου πήραν ,να πονέσουν όπως πόνεσαν κι οι δικοί μου…
Η Δροσοσταλιά κουλουριασμένη στο πάτωμα ακούει,προκαλώντας τον να μιλάει με λόγια άηχα.
Νιώθει ένα ρίγος καθώς η φιγούρα πλησιάζει,η ευκαιρία που περίμενε…
Τινάζεται ολόρθη τινάζοντας τη σκόνη από το χέρι της.
Κι η φιγούρα γίνεται σκιά κι εξαφανίζεται ουρλιάζοντας,αφήνοντας φωνές που τρυπάνε σα λόγχη την ψυχή της,παίρνοντάς της τη δύναμη.
Πρέπει ν’ αντισταθεί να μην την κυριεύσει!!Ο πόνος του σαν μαγνήτης τραβάει τα σωθικά της,κάτι ψιθυρίζει κλείνοντας δυνατά τα μάτια της.
Απέτυχε,η σκιά ακόμα έχει δύναμη,κατέστρεψε τη ζωή της οδηγώντας τον πατέρα της στην αυτοκτονία,τη μητέρα της στην τρέλα κι αυτή για πάντα στη θλίψη.
Πετάγεται έξω,δεν αντέχει αυτές τις φωνές,αν τα κατάφερνε η σκιά θα σώπαινε για πάντα.

image

Έχει σκοτεινιάσει ,το φώς της μέρας παραδίδεται στο μαύρο της νύχτας…η ώρα του λυκόφωτος… πλη

image

μμυρίζει την καρδιά της με χαρά,τι απρόσμενο δώρο!!!

» Το στοιχειό» η αρχή της δυστυχίας.

Στο παλιό πέτρινο σπίτι με τις βαθιές χαραμάδες,που άφησε οimage

χρόνος,εγκαταλελειμμένο,
με τη βαριά ξύλινη πόρτα και το σκαλιστό θαμπό πόμολο,τη μαρμάρινη σκάλα με τα μαύρα πλέον κολονάκια και το χορταριασμένο κήπο, στέκει αγέρωχα στους ατέλειωτους χειμώνες ,όπως του πρέπει…σαν αρχοντικό!
Ούτε οι γειτόνοι δεν πλησιάζουν.
Μια κυρία γύρω στα σαράντα,κατεβαίνει από μια άμαξα.
Μιαν όμορφη σιλουέτα στο λιγοστό φως του ηλιοβασιλέματος,ανεβαίνει τα σκαλιά αποφασιστικά,σαν να θέλει να κλείσει παλιούς λογαριασμούς.
Η βαριά πόρτα κλείνει με δύναμη,τρίζοντας.
– Μα την πίστη μου!!! είπε ο Αντώνης,ένας πενηντάρης εργένης που ζει στην απέναντι βίλα,-κοιτάζοντας από το παράθυρο- μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα του!
Η φράση του έσκισε το αποπνικτικό πέπλο της σιωπής.
– Τι είναι γιέ μου;ρώτησε η κυρία Ελίνα,κοιτώντας τον με γαλήνιο βλέμμα.
Το πρόσωπό της αντικατοπτρίζει μια γυναίκα που πέρασε πολύ καλά στη ζωή της,χωρίς να χρειαστεί να εργαστεί,αλλά από τότε που έχασε το Ροβέρτο,τον άντρα της,η μελαγχολία κυρίεψε το βλέμμα της,μεταδίδοντάς την και στο σπιτικό της.
– Η Δροσοσταλιά!!! απάντησε φανερά έκπληκτος για την επιστροφή της.
Η κυρία Ελίνα ταράχτηκε!!!
-Μα τί γυρεύει;Δεν έπρεπε να ξαναγυρίσει….στρέφοντας το βλέμμα της προς το παράθυρο.
Τα χρόνια της δεν της επέτρεπαν να σηκωθεί…κι έτσι περίμενε υπομονετικά την ώρα της λύτρωσης.
Βυθίστηκε ξανά στη σιωπή της,ενώ η σκέψη της γύρισε πίσω στο χρόνο.
Τότε που όλα ήταν ονειρεμένα στην μικρή πόλη και στη γειτονιά τους,επικρατούσε μόνο η ζωντάνια κι η ξεγνοιασιά.
Μέχρι την ημέρα που αγοράστηκε το διπλανό αρχοντικό.
Πουλήθηκε βιαστικά από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του,με την δικαιολογία ότι μια μεγαλύτερη πόλη θα ήταν πιο ωφέλιμη στην καριέρα του νεαρού δικηγόρου.
Ο νέος αγοραστής ήταν γνωστός έμπορος από το πιο κοντινό χωριό…ο πατέρας της Δροσοσταλιάς,ένας χαρούμενος άνθρωπος που το γέλιο του αντηχούσε σ’ όλη τη γειτονιά.Ο κύριος Διονύσης με μεγάλη αυτοπεποίθηση,δυναμικός ,αδιαφορώντας στα σχόλια για την χωριάτικη προφορά του.
Η Ελισάβετ ,η σύζυγός του,μια μορφωμένη ,δραστήρια γυναίκα , με έντονη φιλανθρωπική δράση και ευαισθητοποιημένη σε κοινωνικά ζητήματα συμβάλλοντας στην ίδρυση σχολείου για φτωχά παιδιά.
Μεγάλωνε τη Δροσοσταλιά σαν πριγκήπισσα,μέσα στις ανέσεις και ποτέ δεν της χάλαγε χατήρι.
Κι εκείνη πράγματι,σαν πρωινή δροσοσταλιά,πάνω σε τριαντάφυλλο ,γεμάτη λάμψη !!!Γι αυτό την ονόμασαν έτσι!
Πόσο ευτυχισμένοι ήταν..θαρρείς και κάποιος ζήλεψε την ευτυχία τους!
Δυο χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στο αρχοντικό,η οικογένεια βυθίστηκε στην θλίψη.Ποιός θα το πίστευε ότι ο αισιόδοξος αυτός άνθρωπος ( ο Διονύσης), θα έφτανε στο σημείο να δώσει τέλος στη ζωή του,αφήνοντας ως κληρονομιά την απόγνωση που οδήγησε την Ελισάβετ στην παραφροσύνη ενώ η Δροσοσταλιά γύρω στα είκοσι,εικοσιδύο τότε να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τις ξαφνικές τραγικές εξελίξεις.
Και τώρα γύρισε;μα γιατί;δεν ήταν γραφτό γι αυτήν ετούτο το μέρος,δεν στεριώνει… κι ο έρωτάςimage

της,ο άνθρωπος που κοίταζε στα μάτια χάθηκε ξαφνικά, δεν τον ξαναείδε από τότε, Είπαν ότι την άφησε.Ένας όμορφος νέος που ήταν έτοιμος να θυσιαστεί για ‘ κείνη…μ’ αυτές τις σκέψεις η κυρία Ελίνα αποκοιμήθηκε!

» Το στοιχειό» νέο διήγημα.

Τα οικονομικά μου δε μου επιτρέπουν ρίσκο για έκδοση βιβλίου,όπως και μερικοί φίλοι έπαψαν ν’ αγοράζουν βιβλία.
Γι’  αυτό λοιπόν αρχίζω νέο διήγημα.. (μαζί στην κρίση)!
Πρόκειται για μυθοπλασία , με κεντρική ιδέα μια καταραμένη αγάπη από ένα στοιχειό.
Το στοιχειό αυτό κατέλαβε το πατρικό σπίτι μιας πανέμορφης κοπέλας,έφερε μεγάλη δυστυχία σ’ αυτήν και την οικογένειά της.
Η οικογένεια βυθίστηκε στο πένθος,

image

ενώ καταδίκασε για » πάντα» την κοπέλα να βρίσκεται πολύ κοντά στον καλό της,αλλά να μην μπορεί να τον αγγίξει και να την ακούσει.
Η φωνή της χάνεται όπως και η μορφή του.
Ελπίζω να σας αρέσει, δεν είμαι συγγραφέας,απλά διαθέτω μεγάλη φαντασία και τη μοιράζομαι μαζί σας!!!!
Όταν γύρω μου κυριαρχεί μαυρίλα κι εφ’ όσον δεν μπορώ να την αλλάξω,βάζω τη φαντασία μου να δουλέψει,ταξιδεύοντας σ’ έναν μαγικό κόσμο ,προσπαθώντας να κάνω μερικούς να νιώσουν καλύτερα!
( παρατήρησα ότι τα διηγήματα με παράξενα φαινόμενα αρέσουν).

«Ο γιος της νεράιδας» σελ.14 (το τέλος)

Την επόμενη Κυριακή,οι δυο νέοι παντρεύτηκαν.
Η ζωή ήταν δική τους.
Έμεναν στην πρωτεύουσα ,ώσπου να τελειώσει ο Βασίλης με τις σπουδές κι η Ελένη,έμαθε την τέχνη της μοδίστρας.
Μέσα σε λίγο καιρό κατάφερε να φτιάχνει ρούχα που απαιτούσαν πολυετή πείρα.
Το ταλέντο της ,διαθόθηκε γρήγορα από τις ευχαριστημένες πελάτισσες.
Έτσι πλήρωναν το νοίκι κι έστησαν το σπιτικό τους.
Έτσι κύλησαν τα χρόνια μέχρι που ο Βασίλης ορκίστηκε γιατρός.
Τώρα πια θα μπορούσε να επιστρέψει στο χωριό του και να βοηθήσει τους Ξηρομερίτες.
Η πρόταση από μεγάλη κλινική του εξωτερικού,τους έβαλε σε δίλημμα.
Αν έφευγε για έξω η καριέρα του ήταν εγγυημένη ,φτιάχνοντας περιουσία.
– Τι λες…να φύγουμε;
– Η απόφαση είναι δική σου…έξω θα κάνεις περιουσία,θα γίνεις διάσημος…μα..θα ‘ σαι άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους.

Θ’ ανέβεις στην κορυφή,μα έχει πολύ μοναξιά εκεί πάνω.
Εγώ εδώ έχω ήδη στρωμένη δουλειά,μα δε με νοιάζει,ό,τι αποφασίσεις θα είμαι μαζί σου.
Στο χωριό τα χρήματα θα είναι λίγα,αλλά θα γίνεις ο θεός τους,όλοι θα σε σέβονται,ποτέ δεν είχαμε πλούτη,λίγα και καλά φτάνουν.
Ο τόπος μας σ’ έχει ανάγκη.
– Μετά την πρακτική θα φύγουμε για τα μέρη μας,αυτός ο τόπος μας γέννησε,δεθήκαμε με την ιστορία του,θα μείνω για εξάσκηση και μετά θα φύγουμε.
Την απόφασή του,την έστειλε με γράμμα στον πατέρα του…με τι χαρά το διάβαζε ο δάσκαλος του χωριού.
Όλοι μαζί ψάχνανε να βρούνε το καλύτερο μέρος για το ιατρείο.
Ο πεθερός του,τους αγόρασε στην Κατούνα,διόρωφο κτίριο όπου στο ισόγειο θα γινόταν ιατρείο και από πάνω το σπίτι τους.
Γιατρός δεν υπήρχε στην περιοχή,περίμεναν τη στιγμή που θ ‘ αναλάμβανε τα καθήκοντα του.Διάλεξαν μια κεντρική περιοχή ώστε να έχουν πρόσβαση απ’ όλα τα χωριά.
Μετά από λίγους μήνες,το ιατρείο ήταν έτοιμο,η φήμη του ήδη διαδεδομένη αφού οι κάτοικοι έκαναν την καλύτερη διαφήμιση.
Κι επιτέλους η στιγμή που ο Βασίλης φτάνει στο χωριό,σαν ήρωα τον υποδέχτηκαν.
Τι τιμές…τι χειροκροτήματα…πόσο του έλειψαν οι δικοί του άνθρωποι και δίπλα του η Ελένη,διανύοντας τον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης της.
Στα εγκαίνια του ιατρείου,ακολούθησε μεγάλο ξηρομερίτικο γλέντι με ψητές προβατίνες , κρασί και χορό ως το πρωί.
Οι υπερβολές της Μαρίτσας,που έκαναν το Βασίλη μεγαλογιατρό,έγιναν πραγματικότητα.
Έσωσε πολύ κόσμο,πολλές φορές δεν έπαιρνε αμοιβή,τήρησε τον όρκο του ,άσκησε το λειτούργημά του σωστά και οι διαγνώσεις του πάντα ακριβείς .
Βοηθούσε τις άπορες οικογένειες αναλαμβάνοντας τα έξοδα διακόμισης σε νοσοκομείο της πρωτεύουσας.
Όλα αυτά,ήταν αρκετά..θεός έγινε στα μάτια τους,όλοι τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν κι αυτούς που βοηθούσε του είχαν υποχρέωση.
Το Βασίλη δεν τον ένοιαζε να κάνει περιουσία,βοηθούσε φτωχά παιδιά τα  να σπουδάσουν.
Κι ο πατέρας του καμάρωνε ,ήταν τόσο περήφανος για το γιο του.
Τα καλοκαίρια και τις διακοπές πήγαιναν στο χωριό  τους.

Η  μικρή Σίνια η κόρη του Βασίλη,κόντευε δυο χρονών.Ήταν τόσο όμορφη!!!Σαν τη γιαγιά της,σωστή νεράιδα!

Τόσα χρόνια πέρασαν …κι όμως ο Δημήτρης ποτέ  δεν ξέχασε. Κάθε μέρα πήγαινε στον τάφο της Σίνιας,δίπλα στην πηγή.

Ήταν θέρος όπως τότε που την πρωτοείδε.
Πήγε στην Σίνια κι έκατσε δίπλα στην πηγή να ξεκουραστεί.Έκανε πολύ ζέστη,τα χρόνια του ,του βάραιναν.
Και τότε…όλη του η ζωή πέρασε μπροστά στα μάτια του…κι εκείνη να χορεύει δίπλα στην πηγή…τα μάτια του βούρκωσαν…ο λυγμός του τον πνίγει.

Πήρε νερό κι έβρεξε το πρόσωπό του…ένιωθε δυσφορία.
Η μέρα  σκοτείνιασε,όλα σκοτείνιασαν…όταν είδε μια λάμψη …..μια γυναίκα τον πλησιάζει νέα,όμορφη,λεπτή με ενα  μεταξωτό φόρεμα να τονίζει το σώμα της.
Τα μακριά της μαλλιά κυμάτιζαν στους ώμους της..του άπλωσε το ολόλευκο χέρι της,ήταν τόσο απαλό το δέρμα της και τόσο γνώριμο…
Ήταν εκείνη…
-Έλα!Ήρθε η ώρα!Τώρα πια δεν θα μας χωρίσει κανείς…θα είμαστε…για πάντα μαζί ως την αιωνιότητα.
– Σίνια!Νεράιδα μου!Πόσο περίμενα αυτή τη στιγμή!Πόσο την περίμενα!
– Έπεισα την Μοίρα να καθυστερήσει να  κόψει το νήμα της ζωή σου τότε,σε είχε ανάγκη ο γιος μας,το παληκάρι μας,πόσο τον καμαρώνω…τώρα μπορείς να φύγεις,έφτιαξε τη ζωή του…θα τον βλέπουμε μαζί.
-Μαζί για πάντα!είπε ο Δημήτρης κι άφησε την τελευταία του πνοή,ξαπλωμένος στα πλατανόφυλλα.
Η μορφή του έγινε διάφανη όπως της Σίνιας!Τώρα πια ήταν ευτυχισμένοι…για πάντα μαζί…η αιώνια αγάπη!
Ο Βασίλης βρήκε τον πατέρα του,δίπλα στον τάφο της μητέρας του.
Ένιωθε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του,έχασε το μοναδικό του φίλο,έκλαψε ,έκλαψε πολύ και για τους δυο.
Κι ένα χέρι τον χάιδεψε στον ώμο.
Γύρισε κι ήταν εκείνη!
Φοβήθηκε και χάρηκε μαζί…ήταν η μάνα του… η Σίνια!
– Όταν έφυγα έδειξες δυνατός…το ίδιο θα κάνεις και τώρα!
Έχεις μια όμορφη γυναίκα και μια αξιαγάπητη κόρη,αυτές  είναι τώρα η οικογένειά σου.
– Σ’ έβλεπα στα ονειρά μου,συνέχεια,σ’ ένιωθα δίπλα μου!
– Πάντα ήμουν δίπλα σου…Πάντα!

– Δεν ήταν όνειρο;

Η Σίνια κούνησε χαμογελαστή το κεφάλι της.
-Τώρα θα προχωρήσεις μόνος σου,εμείς θα σε βλέπουμε από ψηλά…
– Μη φεύγεις!Γιατί με λένε γιο της νεράιδας;-
Η Σίνια του χαμογέλασε όπως κάθε βράδυ.
– Είσαι γιος νεράιδας…ο δικός μου γιος…προχώρα…και καλή τύχη!
Το χέρι του ένιωσε ένα ζεστό άγγιγμα,ήταν το χεράκι της δίχρονης Σίνιας,ήταν σωστή νεράιδα,μ’ ένα νεύμα της πήρε τη θλίψη από τα μάτια του..δείχνοντας του το αύριο…

Η μικρή είχε τις δυνάμεις της γιαγιάς της,που περνούσαν από γενιά σε γενιά ,μόνο στις γυναίκες.

ΤΕΛΟΣ…

«Ο γιος της νεράιδας» σελ.13

Ο πατέρας της ,τη φώναξε να της πει τα ευχάριστα.
– Κόρη μου,ήρθε η ώρα,αύριο θα ρθει ο γαμπρός θα’ χουμε τα σιάσματα.
Γυναίκα να σφάξεις τα δυο κοκκόρια.
– Αύριο πρωί θα τα ‘ χω έτοιμα αφέντη!Θα φτιάξω και ρεβανί.
Αφέντη…έτσι αποκαλούσαν τους συζύγους τότε,αποδέχοντας το ρόλο της σκλάβας.
Η Ελένη προσπαθούσε να κρύψει τα δάκρυά της,πώς να φέρει αντίρρηση στην απόφαση του πατέρα της;.
Δεν τον ήθελε,μα δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Η προίκα της ,ήταν έτοιμη από καιρό,ξενυχτούσε υφαίνοντας στον αργαλειό και τους χειμώνες δίπλα στο τζάκι,με το φως της λάμπας κένταγε τοις μετροιτοίς κι ολογιόμιστα.
Όλα της τα κεντήματα είχαν πολλή δουλειά…και το πρωί να βοηθάει τη μητέρα της στις δουλειές.
Αύριο όλοι θα χαίρονται με τη λύπη της.
Κοπέλες ανύπαντρες μαζεύτηκαν στο σπίτι να βοηθήσουν.

– Σου είπαν ποιος είναι;
– Όχι μα…ξέρω.

Νόμιζε ότι είναι ο γιος του άρχοντα,που το καλοκαίρι έκανε με τη βία δική του μια εργάτισσα  φίλη της,την ατίμασε και την κατηγόρησε κι από πάνω,αφήνοντας την στιγματισμένη,καταστρέφοντας το μέλλον της,με δάκρυα στα μάτια της εξομολογήθηκε τη ντροπή της και την απόφασή της  μόνη διέξοδό της το μοναστήρι.
-Και δε σ’ αρέσει;τι να κάνεις ο πατέρας σου αποφασίζει,δε μπορείς να κάνεις αλλιώς.
– Αχχ ! γι αυτό τα κλαίνε τα κορίτσια,δεν ορίζουν αυτά τη μοίρα τους,μα οι άλλοι.
Ο Δημήτρης πήρε ένα αρνί πεσκέσι για τα σιάσματα.
Και φέτα πήρε,έφτιαχνε καλή φέτα.
Βράδιασε,τ’ άλογα ξεπέζευαν κι οι συμπεθέροι στην πόρτα να τους υποδεχτούν.
Μόνο η Ελένη ήταν μέσα στο σπίτι,στολισμένη μα από μέσα της έκλαιγε,κρυφά,χωρίς δάκρυα,πνίγοντας τους λυγμούς της.
Δώσανε τα δώρα και προχώρησαν στο χειμωνιάτικο,έτσι έλεγαν το δωμάτιο με το τζάκι.
Ήταν μετά τα Χριστούγεννα.Έκανε κρύο έξω έριχνε χιονόνερο.
Αφού τους κέρασαν κρασί και γλυκό φώναξαν τη νύφη.
Ούτε ποιον της δίνουν δεν της είπαν,ούτε η μάνα ήξερε,σεβάστηκε την απόφαση του άντρα της,εξάλλου δεν έπρεπε να διαφωνήσει.
Ο Βασίλης δεν έβλεπε πουθενά την Ελένη.Απόρησε ,μα γιατί;έδειχνε να την ενδιαφέρει,μήπως έκανε λάθος;
Σε λίγο κατέβηκε κι η νύφη,αφού συμφώνησαν για την προίκα,ο Δημήτρης,δε ζήτησε προίκα για το γιο του,το κορίτσι τους ένοιαζε.
Αυτό βόλευε τον συμπέθερο,το μπάρμπα- Μήτσο,ο οποίος θα βοηθούσε το παιδί του μ ‘ ευχαρίστηση κι όχι με το μαχαίρι στο λαιμό,όπως έκανε ο άρχοντας.,που του ζήταγε όλο του το βιος.

Του εξήγησε οτι είναι αδύνατον να του δώσει όσα ζητάει κι έκανε πίσω ,δεν έδινε αρκετά,θα στρεφόταν αλλού.
Με τα μάτια χαμηλά,πλησίασε η Ελένη.
Ο πεθερός της τη φίλησε και της έδωσε την ευχή του.
Το ίδιο κι ο πατέρας της,η μάνα της και οι λίγοι συγγενείς.
Και τέλος ο γαμπρός,φοβισμένος με το ύφος της.
Διστακτικά της έπιασε το χέρι και τη φίλησε στο μάγουλο.
Και τότε γύρισε να τον δει…κι έμεινε άγαλμα.
Τα μάτια της άστραψαν από χαρά!Ήταν ο Βασίλης γι αυτόν που περίμεν πως και πως να έρθει καλοκαίρι ή Χριστοϋγεννα,για μια φευγαλέα ματιά.
Ο νέος που δε μπορούσε να βγάλει απο τη σκέψη της,ήταν ο μέλλον σύζυγός της.
Πολλές απορίες είχε,αλλά δεν ήταν ώρα να ρωτήσει!
Σκέφτηκε μήπως έχει παραισθήσεις μα άκουσε τ’ όνομα του να τον καλεί ο πατέρας του.
Πόση ευτυχία!Το πιο όμορφο δώρο!
Τον κοίταξε γεμάτη χαρά και του χαμογέλασε.
Έτσι πήρε θάρρος κι ο Βασίλης.
Ο γιος της νεράιδας είχε δίπλα του την αγαπημένη του!
Ο κουμπάρος τους φόρεσε τις βέρες και τους ευχήθηκε!
Ακολούθησε γλέντι ως το πρωί.
Όλοι ήταν ευχαριστημένοι.Ταιριαστό ζευγάρι και πιο πολύ απ’ όλους εκείνη που νόμιζε πως αυτός ο γάμος θα είναι ο μαρασμός της κι αντίθετα είναι ό,τι ονειρευόταν.
Με τι κέφι χόρευε δίπλα του σαν τον ήλιο και το φεγγάρι μαζί να λάμπουν στον ίδιο ουρανό.

«O γιος της νεράιδας» σελ.12

14 χρόνια μετά.

Ο Βασίλης είχε γίνει πια ένα σωστό παληκάρι, πράσινα μάτια με ξανθές μπούκλες να στεφανώνουν το μέτωπό του.

Μαζί με τον πατέρα του στις δουλειές,στα πρόβατα παντού,η καθημερινή έκθεση στον ήλιο και στο κρύο,δε κατάφεραν να σκιάσουν την ομορφιά του…

Οι ηλικιωμένες τον κοίταζαν με καμάρι κι έλεγαν»αχ τι ομορφάδα που έχει! σαν κορίτσι είναι».

Ο Βασίλης ήταν κρυφά ερωτευμένος μ’ένα κορίτσι του διπλανού χωριού κι εκείνη έδειχνε να την ενδιαφέρει.

Ο πατέρας της είχε ελαιοτριβείο,έτσι την πρωτοείδε όταν πήγε τις ελιές για λάδι.

Πως να την πλησιάσει όμως; τ’αδέρφια της,ήταν εκεί και ο πατέρας του του τόνιζε  οτι είναι άνανδρο να εκθέσει μια κοπέλα.

Άλλωστε δεν είχε καιρό για έρωτες,προείχαν οι σπουδές του,ήδη βρισκόταν στο δεύτερο έτος της Ιατρικής,μόλις τελείωνε θα επέστρεφε στο Ξηρόμερο να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους κατοίκους.

Τα γιατροσόφια δε απέδιδαν πάντα,υπήρχαν κι ασθένειες που χρειάζονταν ιατρική αντιμετώπιση.

Πόσοι πέθαιναν χωρίς να ξέρουν την αιτία…πόσες ασθένειες άγνωστες …σε δυο χρόνια θα τελείωνε,άλλωστε ο χρόνος κυλάει σαν νερό.

Ο Δημήτρης δεν ξαναπαντρεύτηκε,η θλίψη για το χαμό της Σίνιας ,αποτυπώθηκε στο βλέμμα του.

Μοναδική του χαρά ,ήταν ο γιος του,η μάνα του έχασε τα λογικά της όπως και η γιαγιά του.

Ο Βασίλης ερχόταν τα καλοκαίρια και τα Χριστούγεννα,βοηθώντας τον πατέρα του με τις δουλειές.

Δεν παρέλειπε να επισκέφτεται το χωριό της Ελένης,με διάφορες αφορμές,προσπαθώντας να κλέψει μια ματιά της.

Στην τελευταία επίσκεψη,τα νέα δεν ήταν ευχάριστα,την προξενεύουν με το αρχοντόπουλο του χωριού της έναν άξεστο νέο που βλέπει τους εργάτες ως σκλάβους του,τους φέρεται απάνθρωπα μερικές φορές και εκτός από διαταγές δε προθυμοποιείται να βοηθήσει το πατέρα του, όλα τα αρχοντόπουλα δουλεύουν στα χωράφια αυτός όμως θεωρεί την εργασία  περιττή.

Πως να τη ζητήσει σε γάμο;δεν τελείωσε με τις σπουδές ,αλλά αν  τη παντρέψουν; θα τη χάσει για πάντα.

Ο καλύτερος του φίλος ήταν ο πατέρας του,αποφάσισε λοιπόν να του μιλήσει.

-Πατέρα…τ΄άκουσες ;προξενεύουν την κόρη του Μπάρμπα -Γιώργου με τον γιο του άρχοντα.

Ο πατέρας του έκανε νεύμα να συνεχίσει.

– Και….τέτοια να γίνονται,καλή τύχη είναι…

-Πατέρα…την Λενιώ …

δίσταζε.

-Θέλω να την παντρευτώ…επιτέλους το είπε..

– Εσύ; ακόμα δεν τελείωσες με τις σπουδές σου,τώρα πώς θα γίνει; τη δίνουν σ’άλλον,άσε που αν νευριάσουμε τον άρχοντα δε θα μας δώσει τις ελιές….

– Πατέρα…εμένα θέλει το ξέρω.

-Αααα για αυτό κάθε τρεις και λίγο πήγαινες στο χωριό της…τα αδέρφια της δεν τα σκέφτηκες;το μπάρμπα -Γιώργο ,σ΄’έχει σε εκτίμηση.

-Δεν τους πρόσβαλλα,πως θα μπορούσα να το κάνω αυτό στον αδερφό της ,είμαστε φίλοι…

Ο πατέρας του έμεινε για λίγο σκεφτικός.

– Μόνοι μας δεν θα τα καταφέρουμε,θα ζητήσουμε τη βοήθεια της Μαρίτσας,πρώτη στα προξενειά και της στραίνε(=πετυχαίνουν).

-Σήμερα κιόλας να πας να τη βρεις.

Μια κουβέντα ήταν αρκετή για τη Μαρίτσα-μια μεσόκοπη χήρα με χαρακτηριστικό γέλιο- το σήμα εκκίνησης,διέθετε μεγάλη  πειθώ ,μπορούσε να σε πείσει για οτιδήποτε με μεγάλη ευκολία και τα προξενειά ήθελαν τέτοια ικανότητα.

– Μην ανησυχείς άσ΄το πάνω μου,εδώ πάντρεψα την Μαριώ σαράντα χρόνώ με τον Γιάννη δέκα χρόνια  μικρότερο της είναι αλλά οι λίρες βλέπεις είναι… μεγάλη υπόθεση.

– Ναι,εδώ όμως πως θα τα καταφέρεις ξέρεις οτι δεν έχουμε πλούτη…

-Ο γιος σου έχει πλούτη τα νιάτα του …την ομορφιά του,το χαρακτήρα του,σωστός λεβέντης!Μη σκιάζεσαι,όλα θα πάνε καλά θα δεις!

Το βράδυ ,η Μαρίτσα ήταν ήδη στο σπίτι της Ελένης…μαζί με τον πατέρα του υποψήφιου γαμπρού.

Αφού τους καλοδέχτηκαν ,τους κέρασαν η Μαρίτσα γεμάτη αυτοπεπεποίθηση πήρε το λόγο.

– Για την κόρη σου ήρθαμε  μπάρμπα -Μήτσο,την ομορφιά της και την αξιάδα της ζήλεψε ο Βασίλης μας,ο γιος της νεράιδας .

Έτσι τον έλεγαν στο χωριό νομίζοντας πως η ομορφιά του ήταν η αιτία για αυτό το παρατσούκλι.

Το τι επιχειρήματα βρήκε,με τι μαεστρία τόνιζε τα προσόντα του Βασίλη,μεγαλογιατρό τον έκανε κι ας ήταν φοιτητής ακόμα.

– Βέεεβαια! Το παιδί έχει μέλλον!Προχθές συνάντησα την κουμπάρα της Γιάννας ,από τη Θεσσαλονίκη και πέσαμε σε  κουβέντα για το Βασίλη,ο μεγαλύτερος γιατρός της χώρας ,όχι της Αθήνας ,ολόκληρης της χώρας,υποκλίνεται  στις γνώσεις του,άριστος μαθητής ο πρώτος στο Πανεπιστήμιο…και εργατικόοοοςςςς ,είδες τι έφτιαξε μαζί με τον πατέρα του; μόνο οι δυο τους;αμ’ το λάδι που βγάζει; δεν το βλέπεις ; εσύ το βλέπεις πρώτος…

Ο πατέρας του Βασίλη,χάζευε με τα λόγια της,με το ζόρι κρατιόταν να μη γελάσει,σωστός ρήτορας,πως τα παρουσιάζει όλα τόσο ονειρεμένα…όχι ότι έλεγε και ψέματα αλλά μια δόση υπερβολής την είχε..»υποκλίνεται μπροστά του ο μεγαλύτερος γιατρός της χώρας».

Ο μπάρμπα-Γιώργος δεν ήθελε  και πολύ για να πειστεί,εκτιμούσε το Βασίλη και τον ήθελε για γιο του,με τον άρχοντα όμως;τι θα έκανε; θα ΄βρισκε αφορμή τις λίρες που του τους ζήταγε και το ελαιοτριβείο για την …τιμή που τους έκανε να συγγενέψουν.

-Άμα είναι έτσι…το παιδί είναι καλό ..το ξέρω…η Λένη μου θα περάσει καλά μαζί του.

-Λοιπόν…να δώσουμε τα χέρια;είπε ο Δημήτρης.

Ο Μπάρμπα – Μήτσος με χαρά έδωσε το χέρι του στον Δημήτρη!Να μας ζήσουν!Συρε να πεις τα ευχάριστα στο γιο σου κι αύριο να ‘ρθείτε γαι τα «σιάσματα»..

Η Ελένη στο δωμάτιο της έκλαιγε,ήθελε να φύγει,δεν ήθελε αυτό το γάμο με τίποτα….

«Ο γιος της νεράιδας» σελ. 11

Το παιδί μέρα με τη μέρα   μεγάλωνε,του χάρισαν το όνομα του παππού του Βασίλη.
Έτρεχε στα λιβάδια,χαρούμενο.
Γέλαγε και μαζί του γελούσε κι η φύση,τα γέλια του αντηχούσαν στις ρεματιές,τα ζωάκια του δάσους τον θεωρούσαν οικείο κάτι που προκάλεσε την περιέργεια των ξωτικών.
Αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν.
Περίμεναν να δουν που θα πάει,μέχρι που οι Νύμφες του έριξαν το φίλτρο  προστασίας για να μη μπορούν να πλησιάσουν το παιδί.
Η Βασίλαινα, που δεν μπορούσε ακόμα ν’ αποδεχτεί την Σίνια ως νύφη της, επισκέφθηκε έναν μαντολόγο,ο οποίος της είπε κάτι ακαταλαβίστικα λόγια να τα διαβάσει σε κείνη για να εξαφανιστεί μια για πάντα από τη ζωή του γιου της.
Έτσι κι έγινε.
Η νύφη ήταν μόνη στο σπίτι ,το παιδί έπαιζε έξω στα ανθισμένα λιβάδια μαζί με τον πατέρα του κι η Βασίλαινα καρτερούσε την κατάλληλη ώρα.
Αρχίζει και διαβάζει τα παράξενα λόγια ,η Σίνια θυμήθηκε την προειδοποίηση μιας τσιγγάνας, να προσέχει μια γυναίκα που ζηλεύει την ευτυχία της,δεν πήγαινε ο νους της όμως.
Σε λίγο η νεράιδα εξαφανίστηκε,βρέθηκε ξανά στην πηγή,απροστάτευτη ,μπρος τα έκπληκτα μάτια του αρχηγού των ξωτικών.
Ήρθε η ώρα της εκδίκησης,έπρεπε για τον κόσμο του να αποδώσει δικαιοσύνη,τον πρόδωσε και της πρέπει θάνατος.
Χάρη στη Βασίλαινα που συνωμότησε με κακές δυνάμεις,χάρη στη Βασίλαινα, το ξωτικό εκδικήθηκε.
Η όμορφη νεράιδα κοίτονταν νεκρή ,ο ουρανός σκοτείνιασε,άστραφτε ,τα λουλούδια μαράθηκαν από τον άδικο χαμό της.Τα πουλιά σταμάτησαν το γλυκό κελάηδημά τους.

Η μητέρα Φύση κλαίει το χαμό της κόρης της.
Η ξαφνική αλλαγή του καιρού,αναγκάζει το Δημήτρη να επιστρέψει σπίτι,κλείνοντας τα πρόβατα στο μαντρί.
Ο Βασίλης αναζητούσε τη μητέρα του…πουθενά κι ο Δημήτρης ανησύχησε
– Μάνα που είν’ η Σίνια;
Υποκρίνοντας την ανίδεη αποκρίθηκε
– Δεν ξέρω γιε μου,δεν τη βρήκα εδώ…
Κάτι στο ύφος της δεν του άρεσε.
Βγήκε μεσ τον κατακλυσμό να ψάξει ,φώναξε κι άλλους,θυμήθηκε τ’ όνειρο,έβλεπε τη Σίνια στολισμένη νύφη να χαμογελάει,θάνατο σημαίνει τ’ όνειρο,μα δεν έδινε ποτέ σημασία.
Όλη νύχτα κοιμόταν ανήσυχος.
Μετά από ώρες,με τα ρούχα να στάζουν έφτασε στην πηγή.
Η Σίνια ξαπλωμένη κι οι Νύμφες να κλαίνε γύρω της, δεν πρόλαβαν να την προστατέψουν.
Η κραυγή του έσκισε τα βουνά…μα γιατί;ποιος ζήλεψε την ευτυχία τους;
Η αγαπημένη του χάθηκε για πάντα,τα δάκρυά του έγιναν ποτάμι,που έγιναν ένα με τη βροχή.Μια Ναϊάδα με λυγμό είπε- χέρι θνητής βοήθησε στο χαμό της.
Μα ποιος θνητός;όλοι την αγαπούσαν.
Την άλλη μέρα η μητέρα της πήρε για πάντα στην αγκαλιά της την κόρη της.
Η ευτυχία μετατράπηκε σε έναν  ορμητικό χείμαρρο θλίψης.
Η Βασίλαινα έβλεπε το γιο της να σιγολιώνει απ’ τον καημό του μέρα με τη μέρα….μετάνιωσε δεν ήθελε να χαθεί μόνο να εξαφανιστεί.
Το παιδί το πρόσεχαν οι Νύμφες,με ανθρώπινη μορφή ,έπαιζαν μαζί του,χαμογελώντας του,κρύβοντας τη θλίψη τους.
Τα ξωτικά δεν είχαν λόγο να του κάνουν άλλο κακό,του στέρησαν τη μάνα του,που στο χαμόγελό του,η καρδιά της άνθιζε,όλος ο κόσμος ήταν για ‘ κείνη .
Οι Νύμφες πήραν τη θέση της,όσο μπορούσαν.
Κόντευε τα έξι,ήταν τόσο όμορφος,ο γιος της νεράιδας και σοφός σαν τον πατέρα του.
Το βράδυ επέστρεφε στο σπίτι του…κοίταζε τα κλαμμένα μάτια του πατέρα του.
Πιάνει το χέρι του,σηκώνει το κεφάλι του και με σοφία που ταίριαζε σε μεγάλο του είπε
-Τώρα εγώ είμαι εδώ για σένα,έχεις εμένα ως το τέλος.
Τα λόγια του εξάχρονου γιου του συγκίνησαν τον Δημήτρη,τον έσφιξε στην αγκαλιά του,δίνοντας την συγκατάθεσή του.
Μάθημα ζωής από ένα παιδί!Πόσο τυχερός ήταν.
Οι Νύμφες του έδωσαν το φίλτρο της λήθης,ο Βασίλης δεν ήταν στενοχωρημένος,θυμόταν τη μητέρα του με αγάπη.
Για τον μικρό  οι Νύμφες  είναι οι αδερφές της Σίνιας.-

«Ο γιος της νεράιδας » σελ.10

Μετά από λίγες μέρες,η νεράιδα κι ο Δημήτρης παντρεύτηκαν.
Τα στέφανα φτιαγμένα με άνθη λεμονιάς και το νυφικό της,βγαλμένο από παραμύθι,ολόλευκο,μεταξωτό,δώρο των Νυμφών και της μητέρας της ,της Φύσης.
Όλοι θαμπώθηκαν από την ομορφιά της …κι εκείνος έλαμπε δίπλα της.

Αλλά κι η φύση εκείνη τη μέρα είχε γιορτή,μια ηλιόλουστη μέρα στην καρδιά της Άνοιξης,ολάνθιστα λιβάδια  με τις ευωδιές των λουλουδιών να ραντίζουν τους νεόνυμφους…
Πόσο ευτυχισμένοι ήταν!Το πιο όμορφο ζευγάρι!
Η Σίνια μέρα – μέρα γινόταν όλο και καλύτερη στις δουλειές,κάτι που προκάλεσε τη ζήλεια της πεθεράς της.
Όλο το χωριό,μαγεύτηκε απο την νεράιδα,τόσο ευγενική,πάντα χαμογελαστή ακόμα κι όταν το κορμί της,ήταν διαλυμμένο από την κούραση.
Μια μελωδική καλημέρα,ένας γλυκός χαιρετισμός,πάντα πρόθυμη να βοηθήσει,την έκαναν ιδιαίτερα αγαπητή.
Όλες ζήλευαν τη Βασίλαινα που είχε τέτοια νύφη.Εκείνη όμως άφριζε,δεν μπορούσε να ανταποδώσει όσα πέρασε από τον άντρα της υπό την καθοδήγηση της πεθεράς της.
Κι ο Δημήτρης,δεν της έβρισκε αφορμή για καυγά,αντίθετα,έπλεε σε πελάγη ευτυχίας.
Κι η Βασίλαινα πάντα νευρική,ξέσπαγε άδικα στην νεαρή κοπέλα.
Ακόμα κι όταν έγκυος,η Σίνια έκανε όλες τις δουλειές,σ’ όλα πρώτη,στον αργαλειό,στο πλέξιμο,στο ζύμωμα… ατέλειωτες δουλειές κι όλες έτοιμες στην ώρα τους.
Ο Στράτος πηγαίνει στο σπίτι της μαμής.
– Κυρά- Λενιώ ξύπνα! Η Σίνια…
– Μια στιγμή να βάλω το μαντήλι μου,αχ!Παναγιά μου,να πάνε όλα καλά!Με το καλό!Ήρθε η ώρα.
Βραστό νερό,πετσέτες καθαρές …. γυναίκες μαζεύτηκαν στο σπίτι,για συμπαράσταση.
Χωρίς φάρμακα,χωρίς ιατρική βοήθεια…οι γυναίκες να σταυροκοπιούνται,με μια έντονη ανησυχία…δεν ήταν εύκολη γέννα κι ο Δημήτρης,ακούγοντας τις φωνές της,αψήφισε τις κουβέντες τους,μπήκε μέσα,δίπλα στη γυναίκα του κι ας τον κορόιδευαν,δεν τον ένοιαζε τί έλεγαν…εκείνη είχε την ανάγκη του…έπρεπε να είναι δίπλα της.

Στη σκεπή καθισμένη μια κουκουβάγια-κακό σημάδι,θανατικό σημαίνει…οι ηλικιωμένες ξόρκιζαν το κακό με λιβάνι …
Η παρουσία του ήταν βάλσαμο για κείνη,το μωρό ερχόταν ανάποδα κι οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι,η μαμή της έδωσε μαχαίρι για να δαγκώνει….μια μάχη μόνο για κείνη.

Οι φωνές της ράγιζαν και τις πέτρες,μόνο η Βασίλαινα στεκόταν ατάραχη,σαν να μη πέρασε κι αυτή τα ίδιαστη γέννα του γιου της όταν την κρέμασαν από το ταβάνι με σχοινιά από τους ώμους για να κατέβει το παιδί…πόσο υπέφερε το ξέχασε; ξέχασε και την αδερφή της που πέθανε πάνω στη γέννα,η ίδια η ζωή την έκανε σκληρή.

Παράξενη νύχτα,τα σκυλιά γρυλίζουν,θόρυβοι αλλόκοτοι,ήταν οι Νύμφες που προσπαθούσαν να δώσουν στο Δημήτρη,τα βότανα της μητέρας Φύσης,βότανα ειδικά για τους πόνους,για πιο ανώδυνο τοκετό.

Όμως δε γνώριζε τη γλώσσα τους,δεν μπορούσε να τις ακούσει ήταν δίπλα στη Σίνια.μέχρι που κάποια στιγμή βγήκε.

Μια Νύμφη,το ρίσκαρε κι εμφανίστηκε,θέτοντας τη ζωή της σε κίνδυνο,τα ξωτικά παραμόνευαν ,είχαν εντολή ν’αφήσουν τη Σίνια αβοήθητη,οι νεράιδες όμως παράκουσαν ,ήταν εκεί,όπως και στο γάμο δίπλα της, αόρατες.

-Πάρε αυτά ,βάλ΄τα να βράσουν  και δώσ΄της τα…βιάσου.αρκετά υπέφερε.

Ο Δημήτρης δίσταζε μα..δεν είχε κι άλλη  επιλογή,αν δεν ερχόταν το μωρό η μαμή θα διακινδύνευε τη ζωή της Σίνιας…δεν θα το άντεχε με τίποτα να τη χάσει.

Μετά από μισή ώρα ένα  μελωδικό κλάμα ακούστηκε,το θαύμα της ζωής που αφήνει πάντα όλους έκπληκτους, επιτέλους ο καρπός της αγάπης τους, ένα υγιέστατο πανέμορφο αγοράκι ολόιδιο η Σίνια..

Το άφησαν για λίγο στην αγκαλιά της Σίνιας  να ησυχάσει ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς της,ήταν τόσο ευτυχισμένη ,το κορμί της όμως δεν άντεξε,μετά τις φροντίδες της μαμής,αποκοιμήθηκε,ταλαιπωρήθηκε ένα μερόνυχτο.

Αερικά  αιωρούνταν πάνω από το σπίτι για σαράντα μέρες,η Σίνια δε έπρεπε να βγει έξω, την τρίτη μέρα οι Μοίρες επισκέφθηκαν τα μεσάνυχτα το μωρό.Μαγεμένες από την ομορφιά του ,όρισαν τις μέρες του,την πορεία του κι έφυγαν χωρίς να γίνουν αντιληπτές αθόρυβα μέσα στη νύχτα.

Τι να αποφάσισαν άραγε; ποιος ξέρει; μόνο εκείνες…

Το λιβάνι κράταγε μακριά από το σπίτι τα κακά πνεύματα που παραμόνευαν να μολέψουν την αγνή ψυχή του μωρού κι ο Δημήτρης γυρνώντας από το βουνό ,πριν μπει στο δωμάτιο της λεχώνας τον θυμιάτιζαν ν’αφήσει έξω τα δαιμόνια.

Έπρεπε να  τα προσέχουν τα ρούχα του μωρού και της λεχώνας τ’άπλωναν και τα μάζευαν πριν τη δύση του ήλιου.

Κι η μητέρα Φύση παράκαιρα ,έκανε να φυτρώσουν λάχανα που φέρνουν γάλα στη λεχώνα…

Το μωρό θρέφονταν αποκλειστικά από τη μητέρα του…μεγάλωνε πιο γρήγορα από τ’άλλα παιδιά.

«O γιος της νεράιδας «σελ.9

Τώρα πια …ήταν δίπλα του,για πάντα ,μόνο που δεν ήξερε,πως τα ξωτικά θα εκδικούνταν την νεράιδα,γιατί άφησε τον εαυτό της ελεύθερο ,δίνοντας την καρδιά της σε ΄κείνον,χάνοντας για πάντα το δώρο των θεών την αιώνια νιότη.

Η Σίνια ήξερε,τι την περιμένει  αν την έβρισκαν,τώρα όμως χωρίς τις μαγικές της δυνάμεις,δύσκολα μπορούσαν να την εντοπίσουν,της έδειξαν εμπιστοσύνη ,με ένα ακαταμάχητο χαμόγελο τους έπεισε πως είχε άλλα σχέδια για τον νέο,πώς να της αντισταθούν;αυτός που όριζε τα υπόλοιπα ,πίστευε ότι με το χρόνο θα γίνει δική του,αφού η όμορφη νεράιδα τον άφηνε να ελπίζει,για να έχει τις εύνοια του.

Ο θυμός του αρχηγού των ξωτικών ,η οργή του δεν θα είχε καλά αποτελέσματα….Έγινε περίγελος στα μάτια των υπόλοιπων για μια νεράιδα,κρυφά ερωτευμένος μαζί της, την πίστεψε και τώρα κινδυνεύει να χάσει τη θέση του,τη υπόληψή του,την πίστεψε,μα πώς να της αρνηθεί;ήταν η πιο όμορφη απ΄όλες,στα μάτια της καθρεφτίζονταν η αγνή ψυχή της,δίνοντας μια λάμψη στο σώμα της…έπρεπε να  την εντοπίσει,μα πώς οι Δρυάδες την βοήθησαν κι εκείνες θα πληρώσουν…λίγες μέρες μετά οι Δρυάδες κοίτονται νεκρές δίπλα στα κομμένα δέντρα,δεν άντεξαν χωρίς εκείνα…να αργοπεθαίνουν….το τίμημα της φιλίας τους με την Σίνια…αν η Σίνια το μάθαινε δεν θα άντεχε,ήταν τόσο ευτυχισμένη ,αλλά και προβληματισμένη,οτιδήποτε έκανε μέχρι τώρα χρησιμοποιούσε τις μαγικές της δυνάμεις.

Μαζί με το παληκάρι,έφτασαν στο σπίτι του,ήταν απόγευμα,εκείνη διστακτικά προχώρησε  αντικρύζοντας τα έκπληκτα μάτια  όλων…όλοι μαγεύτηκαν από την ομορφιά της,δεν ξαναείχαν δει τόσο  όμορφη κοπέλα!

Ποια ήταν αυτή; Ο Δημήτρης ποτέ δεν την ανέφερε.

«Νεράιδα» ,είπε η γιαγιά του»είσαι καλά παιδάκι μου; λίγα τραβήξαμε από δαύτες;ασ΄την να φύγει ,θα μας σκοτώσουν τα ξωτικά,δώσ΄της το μαντήλι»…

Τα λόγια της γιαγιάς του,έδειχναν ότι γνώριζε πολύ καλά,για τον Δημήτρη δεν ήταν κουβέντες ασυνάρτητες,όπως έλεγαν οι υπόλοιποι.

-Το έκαψα!Αυτή είναι η Σίνια!

-Σίνια;;;; να δω πως θα την ταίζεις ,χωρίς προίκα,κλώτσησες τύχες γι αυτή;;;φανερά εκνευρισμένη η κυρά -Βασίλαινα,του τόνιζε την αντίδραση του χωριού,»ποιος θα σε πιστέψει;τι θα πουν ;το σκέφτηκες αυτό; σ’είχα για μυαλωμένο μα εσύ…σίγουρα είναι νεράιδα,να δω τι θα την κάνεις ,εγώ χρειάζομαι ξεκούραση,δεν ήθελα νύφη ακαμάτα..».

Το μονόλογο της έκοψε σαν μαχαίρι η αντίδραση του Δημήτρη που έπρεπε να να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.

-Αυτή είναι κι αν σας αρέσει,εγώ θα την κάνω γυναίκα μου και οφείλετε να σεβαστείτε την ίδια και την απόφασή μου…κατανοητό;

Η Βασίλαινα σταμάτησε ,με το θυμό της να σιγοβράζει,η νεράιδα θα μαρτυρούσε στα χέρια της…κι η Σίνια νόμιζε πως μόνο από τα ξωτικά κινδυνεύει.

Πως γίνεται; αναρωτιόταν ,ο Δημήτρης ήταν τόσο στοργικός μαζί της,εκείνη όμως;μάλλον το τίμημα για να τον έχει βάζοντας τα ξωτικά να βγάλουν από το δρόμο της την Άννα,δεν περίμενε ούτε η ίδια τι θα της κάνουν,νόμιζαν οτι απλά θα της αλλάξουν γνώμη κι όχι να της κλέψουν τα λογικά,κάνοντας της να συμπεριφέρεται σαν χαμένη,έξω από τον κόσμο που ζει.Το μόνο που ήθελε ήταν η καρδιά του Δημήτρη να χτυπάει για ΄κείνη,αφήνοντας τα ξωτικά να νομίζουν πως θέλει να τον βασανίζει αργά  για εκδίκηση,με αφορμή την «εισβολής» του στην πηγή,στο δικό της σπίτι….

«Ο γιος της νεράιδας » σελ. 8

Το σκυλί που ήταν δεμένο στη γειτονική αυλή γρύλιζε,κάτι παράξενο συμβαίνει σκέφτηκε ,ο Δημήτρης.
Η Σίνια δεν μπόρεσε να κρατηθεί κι εμφανίστηκε μπροστά του.
– Σε περιμένω αύριο στην πηγή,του είπε βιαστικά και εξαφανίστηκε ξανά.
Εκείνος έμεινε σαστισμένος,δεν πρόλαβε ν ‘ αρθρώσει λέξη.
Σε λίγο μπήκε στο σπίτι.
– Καλώς το παληκάρι μου!
– Καλως σε ηύρα μάνα!
– Πεσ’ μου…μη με κρατάς σε αγωνία,τι σου είπε;
Τι να της απαντήσει;
– Μου διάβασε ένα ξόρκι,τώρα είμαι καλύτερα…
– Δεν σου εξήγησε ποιος…γιατί…τίποτα;
– Ωχού….δεν τη ρώτησα.
Προσπαθούσε να αποκοιμηθεί μα η σκέψη της Σίνιας,τον άφηνε ξάγρυπνο…
Μετρούσε τις ώρες να ‘ ρθει το πρωί.
Επιτέλους!Ξημέρωσε!Από τη βιασύνη του ξέχασε να πάρει φαγητό μαζί του,τα πόδια του λες κι είχαν φτερά,δεν ένιωθε να πατάει στη γη.
Φτάνοντας στην πηγή,δε βρήκε τίποτα,δεν ήταν εκεί…
Το μόνο που έβλεπε ήταν το έργο τέχνης της φύσης.
Το κελάηδημα των πουλιών ταξίδευαν με το αναζωογονητικό αεράκι ,ενώ κάποιες ηλιαχτίδες ,καθρεφτίζονταν στα κρυστάλλινα νερά,δραπετεύοντας από τις πυκνές φυλλωσιές των πλατανιών.
Εκείνη όμως πουθενά….μέχρι που τον λυπήθηκε κι έβγαλε το πέπλο.
Στεκόταν απέναντί του,τα μάτια της τον ταξίδεψαν σ’ έναν κόσμο πρωτόγνωρο,μα….ανεξήγητα γοητευτικό.
– Ήρθες…ώρες σε περίμενα!
– Θα ‘ ρχομαι κάθε μέρα!
Η απάντησή της ,έκανε την ψυχή του να φτερουγίζει.
Μιλούσαν ώρες,για πράγματα απλά αλλά σημαντικά και για τους δυο.
Η Σίνια,είδε το μαντήλι της στα χέρια του.
– Δωσ ‘ μου το μαντήλι,πρέπει να φύγω,είναι επικίνδυνο,θα με ψάχνουν τα ξωτικά.
-Εκείνος,με τα λόγια της μάγισσας στο μυαλό του,δίσταζε να της το δώσει.
Για να γίνει θνητή,για να μπορέσει να καεί το μαντήλι,θα πρέπει πρώτα να κερδίσει την καρδιά της.
Δεν ήταν όμως σίγουρος,έπρεπε να περιμένει.
Η δική του σκέψη,η ψυχή του ανήκε στη Σίνια…
Την παρακάλεσε να μείνει λίγο ακόμα,αλλά εξαφανίστηκε αφήνοντας το γέλιο της ν ‘ αντηχούν στ’ αφτιά του!
Ο χειμώνας διένυε τις πρώτες του μέρες κι ο Δημήτρης έπρεπε να πάει το κοπάδι στον κάμπο.Κάθε μέρα η Σίνια τον αντάμωνε χαρίζοντάς του ολόκληρο τον κόσμο.
Τώρα ,ήταν η ώρα, χωρίς να υποψιαστεί η νεράιδα,λόγω κρύου,ο καλός της άναψε φωτιά.
Πλησίασε τις φλόγες για να ζεσταθεί ,με μια απότομη κίνηση,αρπάζει το μαντήλι ,χωρίς να ακούει τις ικεσίες της το έριξε στις φλόγες,σε λίγο είχε γίνει στάχτη…
Τα ουρλιαχτά της νεράιδας ,ξύπνησαν τα ξωτικά ,ο Δημήτρης βλέποντας το πέπλο να καίγεται έλαμπε από ευτυχία!
Η νεράιδα..τον ερωτεύτηκε!Πόση ευτυχία!
Τα ξωτικά εμφανίστηκαν κι άρχισαν να βασανίζουν τον νέο.
Σε μια γρήγορη πάλη,έβλεπε οτι χάνει τη μάχη.
Εκείνη τη στιγμή την προσοχή των ξωτικών,αποσπούν οι Δρυάδες,αν άφηναν τη Σίνια στα χέρια τους θα τη σκότωναν για το λάθος της…στα δύσκολα ήταν μαζί της και τώρα τις είχε ανάγκη.
Αμέσως,πέταξαν στη φωτιά,ένα φίλτρο κι έτσι τα ξωτικά δεν θα μπορούν να τους πλησιάσουν.
Οι Δρυάδες τις έγνεψαν καλή τύχη!
Ο Δημήτρης,την άρπαξε κι έφυγε!Τώρα πια ήταν δική του!

Ο γιος της νεράιδας σελ.7

Εμεινε εκεί,για ώρα ώσπου η φωνή ενός άλλου τσοπάνη τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
Το κοπάδι κατέβηκε στον κάμπο και πήγαιναν προς την άλλη πλαγιά.
Επιστρέφοντας στο σπίτι,άρχισε να ρωτάει ξανά τη γιαγιά του προσπαθώντας να καταλάβει τον ανεξήγητο κόσμο.

Ρωτώντας κι άλλους διαπίστωσε ότι όλοι γνωρίζουν την ύπαρξη των νεράιδων κι όλοι τις φοβούνται.
-Σε κοντινό χωριό λένε υπάρχει μια μάγισσα,εκείνη ρώτα ,εκείνη ξέρει.
Η κυρά- Βασίλαινα,ανησυχούσε ,έβλεπε το γιο της αλλαγμένο κι όταν άκουσε οτι πάει στο διπλανό χωριό του είπε
– Να πας στη μάντισσα…
Ξαφνιάστηκε,πώς έμαθε οτι πάει εκεί;
– Τι να κάνω στη μάντισσα;
– Παιδάκι μου ,σου ‘ χουν καμωμένα μάγια,σύρε να σε δει,να σου διαβάσει κάνα ξόρκι να φύγει το κακό….άλλαξες…
– Μη με σκοτίζεις,καλά είμαι σου λέω…
-Α ναι;και το κοπάδι πώς το έχασες;
Με λίγα πράγματα μαζί του,έφυγε για το διπλανό χωριό.
Κόντευαν χαράματα όταν έφτασε,ρώτησε ποιο είναι το σπίτι μια γριά…
– Στο τέλος του δρόμου,παιδάκι μ’,θα το βρεις δεν έχει άλλο…τα μάτια σου έχουν τη λάμψη της νεράιδας,να σου βγει σε καλό,να προσέχεις…
– Τι λες;ποια νεράιδα;
– Το γιο μου ,παιδί μου,τον μάγεψαν νεράιδες,όμως τα σκιωτικά,τον τσάκισαν,ααααχχχ γιε μου το ίδιο βλέμμα είχε δεν πρόσεχε…δεν άκουγε ,πάνε εφτά χρόνια από τότε,τον βρήκαν …πάει…χάθηκε…
– Να σαι καλά θεια,είπε και προχώρησε συλλογισμένος.
Τις απαντήσεις θα του τις έδινε η μάγισσα,αν όμως δεν μπορούσε να τον βοηθήσει;
Αποφασισμένος χτύπησε την πόρτα.
Η μάγισσα μια ηλικιωμένη,αχτένιστη,παράξενη γριά του άνοιξε.
Καλημέρα!
Η γερόντισσα μόλις τον είδε τον τράβηξε προς τα μέσα.
-Για μπελάδες ήρθες;ξέρω τι θέλεις να μάθεις,τα μάτια σου πήραν τη λάμψη της.
Ο Δημήτρης,ανακουφίστηκε,το ταξίδι του δεν θα πάει χαμένο.
– Τι να κάνω;πώς να την κρατήσω κοντά μου;θα μείνει μαζί μου;κινδυνεύω;
– Βιάζεσαι νέε μου…με τη σειρά…οι νεράιδες έχουν μαγικές δυνάμεις,αιωρούνται,εξαφανίζονται,χάρη στο μεταξωτό μαντήλι τους.
Αν της το πάρεις θα μένει ορατή,αν της το κάψεις θα μείνει για πάντα μαζί σου.
Το πέπλο της νεράιδας καίγεται μόνο όταν ερωτευτεί,αν όμως δε νιώθει τίποτα για σένα τότε θα χάσεις τη ζωή σου…πρόσεχε…μόνο αν είσαι σίγουρος για τα αισθήματά της…
Ο Δημήτρης αναρωτήθηκε,πλήρωσε την μάγισσα και κίνησε να φύγει.
– Καλή τύχη!Και πρόσεχε τα ξωτικά,είναι ύπουλα αν η νεράιδα σου είναι ταγμένη σε κάποιο,τότε αυτό θα σε πολεμήσει,μπορεί και να σε σκοτώσει,να’ χεις το νου σου…Στο ταξίδι της επιστροφής συλλογιζόταν τη νεράιδα,τη μάνα του,την γιαγιά του,πού θα τον βγάλει αυτή η ιστορία;τι τέλος θα ‘ χει;αν πάθει κάτι,η μάνα του πώς θ’ αντέξει τιν καημό;ποιός θα τη βοηθάει;
Αξίζει να το ρισκάρει;Δεν είναι σίγουρος για τα αισθήματά της.
Κατά το βράδυ ,φτάνει στα χωριό του…κι η Σίνια αόρατη τον περιμένει…
Ανησύχησε,δεν τον βρήκε στο βουνό.

«Ο γιος της νεράιδας» σελ.6

Πέρασαν μήνες ,περιμένοντας να ξαναδεί την Σίνια…Τίποτα όμως..

Συνέχιζε να πηγαίνει στο βουνό ,στην πηγή,με τίμημα την απογοήτευση.

Η καρδιά του κάθε φορά χτυπούσε δυνατά και τα μάτια του με το ζόρι συγκρατούσαν τα δάκρυά του,σε ποιον να το πει,άντρας να κλαίει που  ακούστηκε ;δεν ταιριάζει σε Ξηρομερίτη λές κι είναι καμμιά κοπέλα.

Για τη Σίνια ο χρόνος κυλούσε πολύ αργά..όμως ήταν εκεί ,τον παρακολουθούσε… γι αυτόν διάλεξε ποια πηγή θα προστατεύει στην πηγή,μια νεράιδα…ερωτευμένη…τι τύχη σπάνια μπορούν να ερωτευτούν,είναι το παραστράτημα τους ο έρωτας με θνητό κι οι περισσότερες μεγαλώνουν με παγωμένη καρδιά,χωρίς αισθήματα για κανέναν, μόνο για τη φύση…αυτή αγαπούν..

Τον είδε για πρώτη φορά πολύ πιο πριν τη μέρα στην πηγή.Κάθε μέρα πήγαινε με την ελπίδα να τον ξαναδεί,αόρατη,φορώντας το πέπλο της.Και τώρα στεκόταν απεναντί του να τον ακούει να τραγουδάει…αχ! πόσο όμορφα τραγουδάει…μέχρι που ξαφνιάζεται

-αχ νεράιδα μου …αναφώνησε ο νέος κι εκείνη τα ‘χασε,για πρώτη φορά δεν ελέγχει τις σκέψεις της,αφηρημένη βγάζει το πέπλο και …..να’ τη μπροστά του…έμεινε έκπληκτος…πόση χαρά…πόσο περίμενε να τη δει…κοιτούσε συνέχεια..μ’αυτή εξαφανισμένη…και τώρα είναι μπροστά του ολοζώντανη,πανέμορφη ,η μαγεία της στιγμής κι οι δυο αφήνονται,η νεράιδα παίρνει το πέπλο της  μα  ο Δημήτρηςτρης της το αρπάζει..

Ποια είσαι; πως σε λένε;μήνες περίμενα να σε ξαναδώ.

-Με είδες ;;;τότε με τις Δρυάδες,το ένιωσα…δωσ’ μου το μαντήλι…

-Πεσ΄μου τ ΄΄ονομά σου…σε παρακαλώ!Η σκέψη μου ανήκει σε σένα!

-Με λένε Σίνια,είμαι Ναϊάδα νεράιδα των πηγών και των λιμνών…

-Εμένα Δημήτρη..

-Το ξέρω….

Η Σίνια πανικοβλήθηκε….δεν ελέγχει τι λέει…που πήγαν οι δυνάμεις της;σαν θνητή συμπεριφέρεται….

-Πως το ξέρεις;

.Τι να του πεί οτι τον παρακολουθεί καιρό πριν,οτι  εξαιτίας της  τα ξωτικά να τρέλαναν  την Άννα για να μη γίνει γυναίκα του…

– Απάντησε!

Ηταν τόσο ευτυχισμένος ,λες και ζούσε όνειρο!!!

– δωσ ‘μου το μαντήλι,πρέπει να φύγω ,αν με δουν τα ξωτικά θα χάσεις τα λογικά σου και δεν θέλω κάτι τέτοιο.

Τα μάτια του άστραψαν από ευτυχία,μόνο λίγα λεπτά κράτησε,αλλά αυτές οι στιγμές άξιζαν μια ολόκληρη ζωή..

-Θα σε ξαναδώ; πεσ’μου,θέλω να σε δω ξανά,μη μου το αρνηθείς η ζωή μου είναι δική σου!

Λόγια που ούτε ο ίδιος πίστευε πως τα ξεστόμισε..κι όμως έβγαιναν με λαχτάρα μέσα από την ψυχή του…

Η νεράιδα χαμογέλασε κι όλη η φύση άρχισε το μαγικό τραγούδι της…

Θα ξανάρθω …του είπε ,φόρεσε το μαντήλι και…εξαφανίστηκε…

«Ο γιος της νεράιδας» σελ.5

Ο Δημήτρης,δε βρήκε λύση στο πρόβλημά του,αντίθετα μέρα νύχτα σκεφτόταν τη Σίνια και τα λόγια της γιαγιάς του.
Στο μυαλό του ήρθαν κάποια περιστατικά,παράξενα ,που άκουγε χωρίς  δίνει σημασία,όπως η αρχοντοπούλα που  μίλησε ο μπάρμπα – Μήτσος,μεγάλος προξενητής,ένα απόγευμα  στη μάνα του ,η μεγαλύτερη αρχοντοπούλα της περιοχής,έπεισε τον πατέρα της να της προξενέψουν τον Δημήτρη.
Όλες οι νιές τον ζήλευαν,ήταν όμορφο παληκάρι,αλλά κι οι γέροντες έδειχναν σεβασμό σαν σε συνομίληκό τους.Υπάκουος,λιγομίλητος,με μια  σοβαρότητα που δεν ταίριαζε για την ηλικία του.
Ο άρχοντας δεν είχε αντίρρηση,του άρεσε η ιδέα γιατί ήταν εργατικός και σκληραγωγημένος,σίγουρα θα διπλασίαζε την περιουσία του,δεν θα την σπαταλούσε στα πανηγύρια.
– Κυρά -Βασίλαινα,ανάστησες ένα σωστό λεβέντη!Ο άρχοντας θέλει να γίνει γιος του ο γιος σου…μεγάλη τιμή!μεγάλη τύχη!
– Άκου μπάρμπα -Μήτσο άμα θέλει ο γιος μου,δεν έχω πρόβλημα.Η Βασίλαινα έλαμπε από χαρά ,αλλά δεν μπορούσε να πιέσει το γιο της…αυτός θ’αποφάσιζε.

Ο Δημήτρης δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα,τους είπε είναι πως νωρίς ακόμα,το χειμώνα θα τους απαντούσε,αφήνοντας ελπίδες στην Άννα την πανέμορφη αρχοντοπούλα,με τα μαύρα πλούσια μαλλιά,ψηλή,ντελικάτη,,αλλά  πρώτη νοικοκυρά.
Την άλλη μέρα,η Άννα πήγε στα χωράφια ,ψωμί για τους εργάτες και τους δικούς της.
Η κοπέλα γύρισε αλλαγμένη,φερόταν αλλοπρόσαλλα,έλεγε ακατανόητα…»έπαθε»,είπαν.
Τώρα βλέπει ότι υπάρχει εξήγηση,σ’ αυτά που ‘λέγαν για την Άννα,σ’ αυτά που είδε και στα λόγια της γιαγιάς του.

Τώρα  έχει εξήγηση…αλλά τα υπόλοιπα;
Της πήραν το μυαλό τα ξωτικά;γιατί της Άννας;δεν ακολούθησε θανατικό,γιατί να την τρελάνουν;ερωτήματα,αναπάντητα.

» Ο γιος της νεράίδας» σελ.4

Ο Δημήτρης,μετά από πολλές σκέψεις,αποφάσισε να μιλήσει στη γιαγιά του,πώς να συνεννοηθεί όμως;η γερόντισσα τα είχε χαμένα…
– Δεν πειράζει μια κουβέντα παράλογη,δεν χρειάζεται να’ χεις λογική για να την κατανοήσεις,μονολόγησε .
Η γιαγιά του ,καθόταν έξω στο ξύλινο σκαμνί να γνέθει με τη ρόκα της,για να πλέξουν τα ρούχα του χειμώνα,παρά τα χρόνια της έκανε τόσο λεπτό το μαλλί με τόση επιδεξιότητα,με τόση μαεστρία.Δουλεμένη γυναίκα η θεια- Ασήμω ,με τα μάτια της μελανά από το πικρό ποτήρι του θανατικού στο σπίτι της,ο άντρας της,ο αδερφός της και ο γιός της ο Βασίλης,το πικρότερο απ’ όλα…
– Έλα παιδάκι μου,έγνεψε στον Δημήτρη,κάτσε να μου πείς Βασίλη μ’…τα γίδια τά βρηκες;
Ο Δημήτρης,δίσταζε να μιλήσει,τι να της πει;τι θα θυμάται;αφού νομίζει τον εγγονός της για το γιο της.
– δεν έχουμε γίδια,πρόβατα έχουμε,τα κλεισα στο μαντρί μέχρι να μάσουν τα σ’ τάρια.
Βάβω….θυμάσαι;τις ιστορίες με τις νεράιδες;
– Μακριά από δαύτες γιε μου,θα σου πάρουν το μυαλό τα ξωτικά..μακριά..μακριά.
Η απάντησή της,ξάφνιασε το Δημήτρη,επιβεβαίωνε αυτό που είδε ο ίδιος.
Μα πώς;οι ασυναρτησίες που έλεγε η γερόντισσα,από τότε που πάει ο γιος της,τώρα αποκτούν νόημα.
Λένε οτι πριν σκοτωθεί ο πατέρας του,η γιαγιά του ήταν στα γίδια,ένας ανεμοστρόβιλος πήρε το μαντήλι της,η γυναίκα το μάζεψε και το φόρεσε κι από τότε τα λογικά της τα χασε.Μερικά ξωτικά εμφανίζονταν σ’ έναν σπιτίσιο,ως προειδοποίηση οτι το κακό έρχεται,κακό μεγάλο.
Κι η θεια- Ασήμω δεν ήξερε δεν πήγε ο νους της,αέρας της πήρε το μαντήλι κι εκείνη το φόρεσε,άρχισε να παραμιλάει,να λέει άσχετα.,τη βρήκαν μέρες μετά.
Κι ο Βασίλης χάθηκε κάτω από περίεργες συνθήκες…κανείς ποτέ δεν έμαθε..

Ο γιος της νεράιδας σελ.3

Απογοητευμένος,με μια θλίψη πρωτόγνωρη για κείνον,ούτε ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει τί ένιωθε,γύρισε κοντά στο κοπάδι του.
Όταν απομακρύνθηκε ,η Σίνια μαζί με τις άλλες έβγαλαν τα βρεγμένα ρούχα κι εμφανίστηκαν.
Τόση ώρα ήταν εκεί…αόρατες…
Κι η Σίνια κάτι αναζητούσε,το θνητό ,τα μάτια που ένιωσε αστραπιαία να διαπερνούν τα δικά της.
Πρώτη φορά άνθρωπος που είδε νεράιδα,δεν τιμωρήθηκε από τα ισκιωτικά χάνοντας τη λογική του.
Η Σίνια αντιλήφθηκε τον όμορφο νέο ,αλλά δεν το είπε σε κανέναν από το δικό της κόσμο.
Αναρωτιέται γιατί έβαλε σε κίνδυνο τον νεραϊδόκοσμο.
Πρώτη φορά η καρδιά της φτερούγιζε ήταν η πιο μικρή από τις άλλες ,που ό χρόνος δεν τις αγγίζει,μαγεμένος από τη θεία ομορφιά τους,αδυνατεί ν’ αφήσει σημάδια φθοράς πάνω τους,η αιώνια νιότη!Ποιος δεν θα τις ζήλευε;
Μαζεύονταν όλες εκεί ,στην πηγή,προστατεύοντας τα νερά της και τη ζωή γύρω από αυτή.
Εκεί πήγαιναν και οι Δρυάδες,όπου κάθε μια τους
γεννιούνταν και ζούσε μαζί μ’ ένα δέντρο.
Η Σίνια ήταν Ναϊάδα,Νύμφη των πηγών και προστάτιδα των λιμνών,μια υποχρέωση που ανέλαβε τριακόσια ανθρώπινα χρόνια πριν,ο σκοπός της ζωής τους ήταν αυτός.
Ένας μαγικός κόσμος,πολύ οδυνηρός για μερικές,δε μπορούσαν να κάνουν οικογένεια ή να ερωτευτούν,οι φύλακές τα ισκιωτικά( ξωτικά),έπαιρναν το μυαλό του αγαπημένου τους,αν ήταν θνητός.
Όση ομορφιά είχαν οι νεράιδες τόσο ασχήμια και κακία είχαν τα ξωτικά,γιατί καμμιά τους δεν ερωτεύονταν ξωτικό.
Η μοναξιά ,το τίμημα της ομορφιάς τους.
Η Σίνια σκεφτόταν αμίλητη,ψάχνοντας κρυφά το άγνωστο παληκάρι,μάλλον θνητός θα ήταν για να κρύβεται,τις είχαν πείσει ότι οι θνητοί ,είναι κακοί και θέλουν να τις αφανίσουν,καταστρέφοντας τη μητέρα φύση.
Αν στερέψουν οι πηγές,αν κοπούν τα δέντρα,οι νεράιδες και τα ξωτικά,δεν έχουν δύναμη να ζήσουν,αργοπεθαίνουν και υποφέρουν σ’ έναν κόσμο αόρατο.
Φορώντας τα ρούχα τους,οι Νύμφες,εξαφανίστηκαν.

Ο γιος της νεράιδας σελ. 2

Έμεινε εκεί..ακίνητος..χωρίς να βγάλει μιλιά…
Οι νεράιδες έφυγαν,αν και η Σίνια,ένιωσε τα μάτια του πάνω της…
Ήταν η μια ομορφότερη απ’ την άλλη…αέρινες,σχεδόν διάφανες,φόρεσαν το πέπλο τους και…εξαφανίστηκαν.
Ο Δημήτρης ,προσπαθούσε να κατανοήσει αυτό που είδε.
Σε ποιόν να το πει;ποιός θα τον πίστευε;μόνο η γιαγιά του…
Το βράδυ γύρισε στο σπίτι με τη λάμψη της Σίνιας,ακόμα στα μάτια του.
Η μάνα του η θεια- Βασίλαινα τον επανέφερε από τον βυθό των σκέψεων του,σκουντώντας τον.- Είσαι καλά παιδάκι μου;τι έχεις;μιαν ώρα σου μιλάω που ταξιδεύεις;
– Καλά είμαι ,απλά κουράστηκα…
Τη μάνα του δεν μπορούσε να την ξεγελάσει,ανοιχτό βιβλίο ήταν για κείνη…
Έμειναν αμίλητοι κι οι δυο μ’ ένα φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια της …
– Βασίλαινα,φέρε το αγγειό για το τυρί…
Αμέσως πετάχτηκε να πάει να φέρει το βαρέλι…
Χριστίνα τη λέγανε,ακόμα και ‘ κείνη κοντεύει να το ξεχάσει,μετά το γάμο της όλοι την αποκαλούσαν με τ’ όνομα του άντρα της,ως δείγμα κατωτερώτητας,υποταγής και ιδιοκτησίας του συζύγου…έτσι γινόταν μ’ όλες τις γυναίκες..
Με τον Αυγερινό ,να φέγγει σαν δεύτερο φεγγάρι,που σήμανε το τέλος των εργασιών πήγαν για ύπνο.

Ο Δημήτρης,στριφογύριζε ανήσυχος,πώς να κλείσει μάτι;η μορφή της Σίνιας,στριφογύριζε τη σκέψη του..
Καμμιά δεν της έμοιαζε στα κάλλη…
Ένας αναστεναγμός δρατέπευσε από τα χείλη του…κοντεύει να ξημερώσει κι ακόμα ξύπνιος είναι…
Την άλλη μέρα ξεκίνησε για το βουνό,με μια λαχτάρα να ξαναδεί εκείνη…
Περπατούσε ανήσυχα,βιαστικά κοιτάζοντας παντού.
Το μεσημέρι κρύφτηκε στην πηγή,για να τη δει ξανά.
Περίμενε ώρες…μάταια όμως…τίποτα.
Οι νεράιδες όμως ήταν εκεί,έκαναν το μπάνιο τους αθόρυβα ,αόρατες,φορώντας το πέπλο τους.

Ο γιος της νεράιδας σελ.1

Ξηρόμερο,1830 περίπου,σ’ ένα πέτρινο δίπατο σπίτι χωρίς τζάμια…γλυκοχαράζει κι η θεια- _Βασίλαινα βγάζει το ψωμί από το φούρνο.
Όλη νύχτα ξύπναγε για να είναι έτοιμο την αυγή.
Στις 8 ανάπιασε το προζύμι,μεσάνυχτα το ζύμωσε στη μεγάλη ξύλινη σκάφη,κατά τις δύο το έβαλε στα νταβάδια και στις τέσσερις το φούρνισε..στον φούρνο που η ίδια έφτιαξε με μελίστρα και κεραμίδια.
Και τα φρύγανα αυτή τα κουβάλησε από την πέρα ράχη το απόγευμα.
Κάθε της μέρα,έτσι είναι…σε λίγο πρέπει να φύγει για τα χωράφια,να θερίσουν…

Χήρα,ντυμένη στα κατάμαυρα,μέχρι και το σπίτι έβαφε τα πρώτα χρόνια μαύρο,έχοντας ως προστάτη τον αδερφό του άντρα της,μένοντας στο ίδιο σπίτι με τη γυναίκα και τα τρία παιδιά τους,την πεθερά της και το μονάκριβό της γιο Δημήτρη.
Έμεινε νέα χήρα,μόλις 22 μ’ ένα παιδί πέντε ετών.
Δύσκολα για κείνη,αλλά ο Στράτος- κουνιάδος της- στάθηκε δίπλα τους.
– Χρηστάκη,σύρε το ψωμί στο Δ’ μήτρη,πρέπει να φύγουμε εμείς για τα χωράφια…γιόμα κοντεύ(ει)….
– Τώρα…τα παπούτσια μ ‘ να βρω…
Ο ήλιος βγήκε για τα καλά,Ιούνιος,ο μήνας του θέρου…όλοι βρίσκονται στα χωράφια του Βάτου,φωνές,γέλια,πειράγματα και τα πιτσιρίκια να σκαρφαλώνουν πάνω στα ποστιασμένα στάχυα…
Ο μικρός Χρήστος κολατσίζει μαζί με το Δημήτρη,αχνιστό ζυμωτό ψωμί με λίγη φέτα,αγναντεύοντας τον κάμπο…
Σηκώθηκε …έπρεπε να φύγει,να πάει στον κάμπο να βοηθήσει..
Ροβόλησε τον κατήφορο,πειράζοντας τον ξάδερφό του…
– Ωρέ Δμήτρη,γεννήθηκες τη μέρα της Λαμπρής.
Ο Δημήτρης του χαμογέλασε,δεν είχε πολλές κουβέντες,λίγες και σοφές,σαν να’ ταν γέροντας..
Είκοσι χρονώ κοντεύει,ψηλό,γεροδεμένο΄σωστό  παληκάρι.Όλο το χρόνο δουλεύει και τώρα φυλάγοντας τα πρόβατα να μην » πέσουν» στα σιτάρια,έκοβε ξύλα με το τσεκούρι του για το χειμώνα.
Ο μικρός δίκαια καθυστερούσε να φύγει…
Ήταν τόσο όμορφα εκεί πάνω…
Κάτω από τα δροσερά πλατάνια,δίπλα στα κρυστάλλινα νερά της πηγής και την όμορφη εικόνα
να δένει με αρμονία του τραγούδι τ’ αηδονιού.
Ντάλα μεσημέρι

…το λιοπύρι ανάγκασε τα πρόβατα να αναζητήσουν ίσκιο.
Έτσι,ο Δημήτρης θα μπορούσε να κοιμηθεί,μέχρι τα ξημερώματα νυχτοβόσκαγε το κοπάδι.
Κάτω από έναν πυκνό ίσκιο,με στρώμα τα πλατανόφυλλα,με το μελωδικό νανούρισμα των πουλιών αποκοιμήθηκε….
Μια διαφορετική μελωδία,απολύτως εναρμονισμένη με το τραγούδι της φύσης,άνοιξε σιγά σιγά τα βλέφαρά του.
Παραξενεύτηκε,προσπάθησε να κατανοήσει το πρωτόγνωρο άκουσμα..
Σκέφτηκε τα ισκιωτικά που του έλεγε η γιαγιά του,αλλά εκείνα δεν τραγουδάνε..
Η μελωδία μούδιασε το κορμί του…τί όμορφα που ένιωθε,σαν να τον μάγεψε.
Σηκώθηκε για να δει από πού έρχεται…περπατούσε σιγά,αλαφρά,ανάμεσα στα δέντρα…
Μαγεμένος με την περιέργεια να τον βιάζει,αλλά το μυαλό να τον συμβουλεύει να καρτεράει….
Πλησίαζε προς την πηγή,από κει ερχόταν το τραγούδι…ξεχώριζε πλέον και γυναικείες φωνές..
Μα πώς;η Λένη τα πήγε στη πέρα ράχη τα μανάρια της και σιγά μην είχε τόσο γλυκιά φωνή,τώρα ξεχώριζε και φιγούρες…γυναικείες…
Ένα παραπάτημα τον πάγωσε,θα φανέρωνε την κρυψώνα του.
Πρέπει να δω,σκεφτόταν κι άρχισε να σέρνεται κάτω από τους θάμνους.
Παραμέρισε τις φυλλωσιές…και…έμεινε άφωνος…
Τί όμορφο θέαμα,σαν από παραμύθι να ναι βγαλμένο…
Μα δεν μπορεί σκέφτηκε..παιχνίδια του μυαλού θα είναι.
Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα μαγεμένος .
Έξι πανέμορφα νεαρά κορίτσια με άρωμα μεθυστικό και διάφανα πέπλα φτιαγμένα από μετάξι,με απαλές ροζ και μωβ αποχρώσεις,σαν να ταν από αγριοτριαντάφυλλα πλεγμένα.
Χόρευάν και τραγουδούσαν δίπλα στην πηγή…
Αφήνοντας τα πέπλα και τα ρούχα τους δίπλα,μπήκαν στη λίμνούλα…
Νεράιδες!!!

‘*μανάρια=μικρά αρνιά ή κατσίκια  που εκτρέφονται χωριστά από το κοπάδι

Ο γιος της νεράιδας- πρόλογος.

Καλησπέρα σας!
Στο άρθρο οι μύθοι του τόπου μας,αναφέρομαι σε μια ιστορία,που άκουγα όταν ήμουν μικρή,αφήνοντας τη φαντασία μου να με ταξιδεύει,σε έναν κόσμο μαγικό,αλλά και παράξενο…Νεράιδες,ανεξήγητα φαινόμενα και μια ιστορία αγάπης είναι τα βασικά στοιχεία αυτής της ιστορίας,όπου κανείς δεν ξέρει κατά πόσο είναι αλήθεια και που αρχίζει ο μύθος…
Αυτή την ιστορία,θα προσπαθήσω να την κάνω διήγημα…
Τα κεντρικά πρόσωπα ο Δημήτρης και η Ναιάδα Σίνια,η μάνα του Βασίλαινα,ονομασία που έπαιρναν οι παντρεμένες ως ιδιοκτησία του συζύγου τους…δεν έχουν καμμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Ξηρόμερο,σε κάποιο χωριό το 1830 περίπου,την παλιά Κομπωτή.
Τότε που το Ξηρόμερο,όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα,βίωνε τα δύσκολα χρόνια,με έναν εξαντλητικό συνεχή αγώνα για επιβίωση…
Η τεχνολογία ανύπαρκτη,αλλά η εφευρετικότητα των Ξηρομεριτών,το πείσμα τους,η συνεχής προσπάθεια τους έκανε να τα καταφέρουν,αφήνοντάς μας με τη στάση τους να διαπιστώσουμε ότι η φτώχεια αντιμετωπίζεται,όταν υπάρχει θέληση.
Αναρωτιέμαι πόσο αλήθεια περιέχει αυτή η διήγηση,αφού ο κόσμος τότε ήταν κυριευμένος από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες…
Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι αλήθεια…
Οι νεράιδες είναι γνωστές από την αρχαιότητα,η νεράιδα της ιστορίας είναι Ναιάδα δηλ.νεράιδα των νερών,των λιμνών,ίσως προσθέσω και Δρυάδες,ξωτικά,αερικά κ.λ.π.
Αρχίζω λοιπόν προσπαθώντας να χτίσω την ιστορία,πάνω στα αρχικά της θεμέλια

Εσείς τι λέτε;