14 χρόνια μετά.
Ο Βασίλης είχε γίνει πια ένα σωστό παληκάρι, πράσινα μάτια με ξανθές μπούκλες να στεφανώνουν το μέτωπό του.
Μαζί με τον πατέρα του στις δουλειές,στα πρόβατα παντού,η καθημερινή έκθεση στον ήλιο και στο κρύο,δε κατάφεραν να σκιάσουν την ομορφιά του…
Οι ηλικιωμένες τον κοίταζαν με καμάρι κι έλεγαν»αχ τι ομορφάδα που έχει! σαν κορίτσι είναι».
Ο Βασίλης ήταν κρυφά ερωτευμένος μ’ένα κορίτσι του διπλανού χωριού κι εκείνη έδειχνε να την ενδιαφέρει.
Ο πατέρας της είχε ελαιοτριβείο,έτσι την πρωτοείδε όταν πήγε τις ελιές για λάδι.
Πως να την πλησιάσει όμως; τ’αδέρφια της,ήταν εκεί και ο πατέρας του του τόνιζε οτι είναι άνανδρο να εκθέσει μια κοπέλα.
Άλλωστε δεν είχε καιρό για έρωτες,προείχαν οι σπουδές του,ήδη βρισκόταν στο δεύτερο έτος της Ιατρικής,μόλις τελείωνε θα επέστρεφε στο Ξηρόμερο να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους κατοίκους.
Τα γιατροσόφια δε απέδιδαν πάντα,υπήρχαν κι ασθένειες που χρειάζονταν ιατρική αντιμετώπιση.
Πόσοι πέθαιναν χωρίς να ξέρουν την αιτία…πόσες ασθένειες άγνωστες …σε δυο χρόνια θα τελείωνε,άλλωστε ο χρόνος κυλάει σαν νερό.
Ο Δημήτρης δεν ξαναπαντρεύτηκε,η θλίψη για το χαμό της Σίνιας ,αποτυπώθηκε στο βλέμμα του.
Μοναδική του χαρά ,ήταν ο γιος του,η μάνα του έχασε τα λογικά της όπως και η γιαγιά του.
Ο Βασίλης ερχόταν τα καλοκαίρια και τα Χριστούγεννα,βοηθώντας τον πατέρα του με τις δουλειές.
Δεν παρέλειπε να επισκέφτεται το χωριό της Ελένης,με διάφορες αφορμές,προσπαθώντας να κλέψει μια ματιά της.
Στην τελευταία επίσκεψη,τα νέα δεν ήταν ευχάριστα,την προξενεύουν με το αρχοντόπουλο του χωριού της έναν άξεστο νέο που βλέπει τους εργάτες ως σκλάβους του,τους φέρεται απάνθρωπα μερικές φορές και εκτός από διαταγές δε προθυμοποιείται να βοηθήσει το πατέρα του, όλα τα αρχοντόπουλα δουλεύουν στα χωράφια αυτός όμως θεωρεί την εργασία περιττή.
Πως να τη ζητήσει σε γάμο;δεν τελείωσε με τις σπουδές ,αλλά αν τη παντρέψουν; θα τη χάσει για πάντα.
Ο καλύτερος του φίλος ήταν ο πατέρας του,αποφάσισε λοιπόν να του μιλήσει.
-Πατέρα…τ΄άκουσες ;προξενεύουν την κόρη του Μπάρμπα -Γιώργου με τον γιο του άρχοντα.
Ο πατέρας του έκανε νεύμα να συνεχίσει.
– Και….τέτοια να γίνονται,καλή τύχη είναι…
-Πατέρα…την Λενιώ …
δίσταζε.
-Θέλω να την παντρευτώ…επιτέλους το είπε..
– Εσύ; ακόμα δεν τελείωσες με τις σπουδές σου,τώρα πώς θα γίνει; τη δίνουν σ’άλλον,άσε που αν νευριάσουμε τον άρχοντα δε θα μας δώσει τις ελιές….
– Πατέρα…εμένα θέλει το ξέρω.
-Αααα για αυτό κάθε τρεις και λίγο πήγαινες στο χωριό της…τα αδέρφια της δεν τα σκέφτηκες;το μπάρμπα -Γιώργο ,σ΄’έχει σε εκτίμηση.
-Δεν τους πρόσβαλλα,πως θα μπορούσα να το κάνω αυτό στον αδερφό της ,είμαστε φίλοι…
Ο πατέρας του έμεινε για λίγο σκεφτικός.
– Μόνοι μας δεν θα τα καταφέρουμε,θα ζητήσουμε τη βοήθεια της Μαρίτσας,πρώτη στα προξενειά και της στραίνε(=πετυχαίνουν).
-Σήμερα κιόλας να πας να τη βρεις.
Μια κουβέντα ήταν αρκετή για τη Μαρίτσα-μια μεσόκοπη χήρα με χαρακτηριστικό γέλιο- το σήμα εκκίνησης,διέθετε μεγάλη πειθώ ,μπορούσε να σε πείσει για οτιδήποτε με μεγάλη ευκολία και τα προξενειά ήθελαν τέτοια ικανότητα.
– Μην ανησυχείς άσ΄το πάνω μου,εδώ πάντρεψα την Μαριώ σαράντα χρόνώ με τον Γιάννη δέκα χρόνια μικρότερο της είναι αλλά οι λίρες βλέπεις είναι… μεγάλη υπόθεση.
– Ναι,εδώ όμως πως θα τα καταφέρεις ξέρεις οτι δεν έχουμε πλούτη…
-Ο γιος σου έχει πλούτη τα νιάτα του …την ομορφιά του,το χαρακτήρα του,σωστός λεβέντης!Μη σκιάζεσαι,όλα θα πάνε καλά θα δεις!
Το βράδυ ,η Μαρίτσα ήταν ήδη στο σπίτι της Ελένης…μαζί με τον πατέρα του υποψήφιου γαμπρού.
Αφού τους καλοδέχτηκαν ,τους κέρασαν η Μαρίτσα γεμάτη αυτοπεπεποίθηση πήρε το λόγο.
– Για την κόρη σου ήρθαμε μπάρμπα -Μήτσο,την ομορφιά της και την αξιάδα της ζήλεψε ο Βασίλης μας,ο γιος της νεράιδας .
Έτσι τον έλεγαν στο χωριό νομίζοντας πως η ομορφιά του ήταν η αιτία για αυτό το παρατσούκλι.
Το τι επιχειρήματα βρήκε,με τι μαεστρία τόνιζε τα προσόντα του Βασίλη,μεγαλογιατρό τον έκανε κι ας ήταν φοιτητής ακόμα.
– Βέεεβαια! Το παιδί έχει μέλλον!Προχθές συνάντησα την κουμπάρα της Γιάννας ,από τη Θεσσαλονίκη και πέσαμε σε κουβέντα για το Βασίλη,ο μεγαλύτερος γιατρός της χώρας ,όχι της Αθήνας ,ολόκληρης της χώρας,υποκλίνεται στις γνώσεις του,άριστος μαθητής ο πρώτος στο Πανεπιστήμιο…και εργατικόοοοςςςς ,είδες τι έφτιαξε μαζί με τον πατέρα του; μόνο οι δυο τους;αμ’ το λάδι που βγάζει; δεν το βλέπεις ; εσύ το βλέπεις πρώτος…
Ο πατέρας του Βασίλη,χάζευε με τα λόγια της,με το ζόρι κρατιόταν να μη γελάσει,σωστός ρήτορας,πως τα παρουσιάζει όλα τόσο ονειρεμένα…όχι ότι έλεγε και ψέματα αλλά μια δόση υπερβολής την είχε..»υποκλίνεται μπροστά του ο μεγαλύτερος γιατρός της χώρας».
Ο μπάρμπα-Γιώργος δεν ήθελε και πολύ για να πειστεί,εκτιμούσε το Βασίλη και τον ήθελε για γιο του,με τον άρχοντα όμως;τι θα έκανε; θα ΄βρισκε αφορμή τις λίρες που του τους ζήταγε και το ελαιοτριβείο για την …τιμή που τους έκανε να συγγενέψουν.
-Άμα είναι έτσι…το παιδί είναι καλό ..το ξέρω…η Λένη μου θα περάσει καλά μαζί του.
-Λοιπόν…να δώσουμε τα χέρια;είπε ο Δημήτρης.
Ο Μπάρμπα – Μήτσος με χαρά έδωσε το χέρι του στον Δημήτρη!Να μας ζήσουν!Συρε να πεις τα ευχάριστα στο γιο σου κι αύριο να ‘ρθείτε γαι τα «σιάσματα»..
Η Ελένη στο δωμάτιο της έκλαιγε,ήθελε να φύγει,δεν ήθελε αυτό το γάμο με τίποτα….

–
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...