Στο παλιό πέτρινο σπίτι με τις βαθιές χαραμάδες,που άφησε ο
χρόνος,εγκαταλελειμμένο,
με τη βαριά ξύλινη πόρτα και το σκαλιστό θαμπό πόμολο,τη μαρμάρινη σκάλα με τα μαύρα πλέον κολονάκια και το χορταριασμένο κήπο, στέκει αγέρωχα στους ατέλειωτους χειμώνες ,όπως του πρέπει…σαν αρχοντικό!
Ούτε οι γειτόνοι δεν πλησιάζουν.
Μια κυρία γύρω στα σαράντα,κατεβαίνει από μια άμαξα.
Μιαν όμορφη σιλουέτα στο λιγοστό φως του ηλιοβασιλέματος,ανεβαίνει τα σκαλιά αποφασιστικά,σαν να θέλει να κλείσει παλιούς λογαριασμούς.
Η βαριά πόρτα κλείνει με δύναμη,τρίζοντας.
– Μα την πίστη μου!!! είπε ο Αντώνης,ένας πενηντάρης εργένης που ζει στην απέναντι βίλα,-κοιτάζοντας από το παράθυρο- μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα του!
Η φράση του έσκισε το αποπνικτικό πέπλο της σιωπής.
– Τι είναι γιέ μου;ρώτησε η κυρία Ελίνα,κοιτώντας τον με γαλήνιο βλέμμα.
Το πρόσωπό της αντικατοπτρίζει μια γυναίκα που πέρασε πολύ καλά στη ζωή της,χωρίς να χρειαστεί να εργαστεί,αλλά από τότε που έχασε το Ροβέρτο,τον άντρα της,η μελαγχολία κυρίεψε το βλέμμα της,μεταδίδοντάς την και στο σπιτικό της.
– Η Δροσοσταλιά!!! απάντησε φανερά έκπληκτος για την επιστροφή της.
Η κυρία Ελίνα ταράχτηκε!!!
-Μα τί γυρεύει;Δεν έπρεπε να ξαναγυρίσει….στρέφοντας το βλέμμα της προς το παράθυρο.
Τα χρόνια της δεν της επέτρεπαν να σηκωθεί…κι έτσι περίμενε υπομονετικά την ώρα της λύτρωσης.
Βυθίστηκε ξανά στη σιωπή της,ενώ η σκέψη της γύρισε πίσω στο χρόνο.
Τότε που όλα ήταν ονειρεμένα στην μικρή πόλη και στη γειτονιά τους,επικρατούσε μόνο η ζωντάνια κι η ξεγνοιασιά.
Μέχρι την ημέρα που αγοράστηκε το διπλανό αρχοντικό.
Πουλήθηκε βιαστικά από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του,με την δικαιολογία ότι μια μεγαλύτερη πόλη θα ήταν πιο ωφέλιμη στην καριέρα του νεαρού δικηγόρου.
Ο νέος αγοραστής ήταν γνωστός έμπορος από το πιο κοντινό χωριό…ο πατέρας της Δροσοσταλιάς,ένας χαρούμενος άνθρωπος που το γέλιο του αντηχούσε σ’ όλη τη γειτονιά.Ο κύριος Διονύσης με μεγάλη αυτοπεποίθηση,δυναμικός ,αδιαφορώντας στα σχόλια για την χωριάτικη προφορά του.
Η Ελισάβετ ,η σύζυγός του,μια μορφωμένη ,δραστήρια γυναίκα , με έντονη φιλανθρωπική δράση και ευαισθητοποιημένη σε κοινωνικά ζητήματα συμβάλλοντας στην ίδρυση σχολείου για φτωχά παιδιά.
Μεγάλωνε τη Δροσοσταλιά σαν πριγκήπισσα,μέσα στις ανέσεις και ποτέ δεν της χάλαγε χατήρι.
Κι εκείνη πράγματι,σαν πρωινή δροσοσταλιά,πάνω σε τριαντάφυλλο ,γεμάτη λάμψη !!!Γι αυτό την ονόμασαν έτσι!
Πόσο ευτυχισμένοι ήταν..θαρρείς και κάποιος ζήλεψε την ευτυχία τους!
Δυο χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στο αρχοντικό,η οικογένεια βυθίστηκε στην θλίψη.Ποιός θα το πίστευε ότι ο αισιόδοξος αυτός άνθρωπος ( ο Διονύσης), θα έφτανε στο σημείο να δώσει τέλος στη ζωή του,αφήνοντας ως κληρονομιά την απόγνωση που οδήγησε την Ελισάβετ στην παραφροσύνη ενώ η Δροσοσταλιά γύρω στα είκοσι,εικοσιδύο τότε να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τις ξαφνικές τραγικές εξελίξεις.
Και τώρα γύρισε;μα γιατί;δεν ήταν γραφτό γι αυτήν ετούτο το μέρος,δεν στεριώνει… κι ο έρωτάς
της,ο άνθρωπος που κοίταζε στα μάτια χάθηκε ξαφνικά, δεν τον ξαναείδε από τότε, Είπαν ότι την άφησε.Ένας όμορφος νέος που ήταν έτοιμος να θυσιαστεί για ‘ κείνη…μ’ αυτές τις σκέψεις η κυρία Ελίνα αποκοιμήθηκε!